Διαπιστώσεις και προτάσεις Ελαϊκής Πολιτικής


Περίληψη του 38ου κεφαλαίου της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»


Διεθνώς το ελαιόλαδο προοδεύει και αναπτύσσεται, με την παραγωγή να αυξάνει προκειμένου να ανταποκριθεί στη συνεχώς αυξάνουσα κατανάλωση διατηρώντας τις τιμές σε υψηλά επίπεδα. Αντιθέτως στην Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι εκπέμποντας SOS.
Στο παρόν κεφάλαιο έχουν επιλεγεί 16 θεματικές ενότητες για τις οποίες γίνεται μια συνοπτική καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης και των αντίστοιχων προτάσεων, οι οποίες αξιολογούνται και καταλήγουν σε τέσσερις προτεραιότητες.

Εισαγωγή

Για να διευκολύνουμε τη συζήτηση, ας ορίσουμε ως «ελαϊκή πολιτική» όλα όσα πράττουν ή παραλείπουν να πράξουν, είτε βάσει κάποιου σχεδίου και σκοπού είτε χωρίς, όλοι όσοι έχουν μια άμεση ή ακόμη και έμμεση σχέση με τον τομέα του ελαιολάδου, επηρεάζοντας είτε ηθελημένα είτε άθελά τους την πορεία του.

Το ενδιαφέρον προσανατολίζεται στα όσα τον αφορούν, ειδικά στην Ελλάδα, έχοντας εξαιρέσει την επιτραπέζια ελιά, η οποία θεωρείται ένα προϊόν που λειτουργεί σε μια διαφορετική αγορά και το μόνο που τη συνδέει με το ελαιόλαδο είναι το μητρικό δένδρο από το οποίο προέρχονται Olea europaea L.
Διεθνώς το ελαιόλαδο προοδεύει και αναπτύσσεται, με την παραγωγή να αυξάνει προκειμένου να ανταποκριθεί στη συνεχώς αυξάνουσα κατανάλωση διατηρώντας τις τιμές σε υψηλά επίπεδα. Αντιθέτως στην Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι εκπέμποντας SOS. Οι δείκτες ανταγωνιστικότητας δηλώνουν υποχώρηση και απαξίωση:

– οι εξαγωγές στη διεθνή αγορά, εκτός του χύμα στην Ιταλία, κατέχουν μερίδια περί το 3%,

– η χαμηλή αναλογία επώνυμου τυποποιημένου προϊόντος, άρα και η απώλεια προστιθέμενης αξίας,

– οι τιμές παραγωγού έχουν υποχωρήσει κάτω και του τυνησιακού,

– σημαντικό τμήμα του ελληνικού ελαιώνα βιώνει συνθήκες ημι-εγκατάλειψης.

Όλα αυτά συμβαίνουν παρά το άκρως ευνοϊκό πλαίσιο:

– άριστες εδαφοκλιματικές συνθήκες,

– μακραίωνη παραδοσιακή εμπειρία,

– φυτικό κεφάλαιο,

– πακτωλός κοινοτικών ενισχύσεων άνω των 30 δις €.

– Είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς με σιγουριά για μια ελπιδοφόρα εξέλιξη που έχει αρχίσει να παίρνει ευρύτερες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Πληθαίνουν οι νέοι και νέες εξωστρεφείς, μορφωμένοι, με επιχειρηματικότητα, που δεν ξέρουν από «πανωγραψίματα», πολλοί αδιαφορούν ακόμη και για τις υπάρχουσες χρηματοδοτήσεις. Πώς θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν μέσα από χίλιες μύριες δυσκολίες και ρίσκα που τους περιτριγυρίζουν; (Βλέπε στο τέλος του Κεφαλαίου – πέμπτο μέρος αναρτήσεων).

Τίθεται το ερώτημα, αν η χώρα μας έχει ή όχι ελαϊκή πολιτική. Η μεγάλη πλειοψηφία των ασχολουμένων με το ελαιόλαδο συχνά ισχυρίζεται ότι δεν διαθέτουμε, θέτοντας μάλιστα ως πρωταρχικό αίτημα ότι πρέπει να αποκτήσουμε. Αντιθέτως, η άποψη που υιοθετείται στο παρόν Κεφάλαιο είναι ότι διαθέτουμε ελαϊκή πολιτική, η οποία στην πράξη εφαρμόζεται και αποτελείται από 2 συνιστώσες:

α) Τις εύκολες ενισχύσεις (επιδοτήσεις) της ΕΕ, οι οποίες συχνά εμπεριέχουν μη πειστικές ποσότητες. Το φαινόμενο αυτό στην κοινή γνώμη έχει αποτυπωθεί σαν «πανωγράψιμο». Είτε πρόκειται για το «ποσοτικό», που αναφέρεται σε χιλιάδες τόνους, οι οποίοι μάλιστα παρετάθησαν κατά την αναθεώρηση της ΚΑΠ του 2004, μέσω της πλήρους αποσύνδεσης 100%. Είτε το «ποιοτικό» μέσω χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων.

β) Την εύκολη και χωρίς ιδιαίτερα επιχειρηματικά ρίσκα λύση του χύμα, είτε στην εσωτερική αγορά με τον γνωστό «16κιλο τενεκέ» είτε στις εξαγωγές (δηλαδή στο ενδοκοινοτικό εμπόριο), με την υποσημείωση, όμως, ότι ευτυχώς που υπάρχουν αυτές οι εξαγωγές, διαφορετικά τα πλεονάσματα θα πίεζαν ακόμη περισσότερο τις τιμές του Έλληνα παραγωγού.

Άρα, κοινή συνισταμένη των παραπάνω είναι ότι αποτελούν τις εύκολες και χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο πηγές ατομικού εισοδήματος που δεν διαχέονται αναλογικά σε όλο τον τομέα. Μακροπρόθεσμα καταλήγουν να «πουλάμε τα πρωτοτόκια αντί «πινακίου φακής» και να υπονομεύουν την πορεία του ελαιολάδου που παραμένει ένας «τεράστιος αναξιοποίητος εθνικός πλούτος», με άγνωστο μάλιστα μέλλον στο βαθμό που οι άλλες ανταγωνίστριες χώρες προοδεύουν και μάλιστα με βήματα γοργά και αποτελεσματικά. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι να ανακαλύψουμε μια ελαϊκή πολιτική, αλλά κατ’ αρχήν να αλλάξουμε αυτήν που εφαρμόζουμε και απλά δεν θέλουμε ρητά να την παραδεχθούμε.
Το παρόν Κεφάλαιο πρέπει να θεωρείται ως συνέχεια και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα όσα συμβαίνουν στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (βλέπε Κεφάλαιο 33), με τα στατιστικά στοιχεία που αποτυπώνουν την ψυχρή, αντικειμενική πραγματικότητα (βλέπε Κεφάλαιο 35), καθώς επίσης –ως μέτρο σύγκρισης– με την ελαϊκή πολιτική άλλων χωρών της Μεσογείου (βλ. Κεφάλαιο 36).
Έχουν επιλεγεί 16 θεματικές ενότητες για τις οποίες γίνεται μια συνοπτική καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης και των αντίστοιχων προτάσεων, οι οποίες αξιολογούνται και καταλήγουν σε τέσσερις προτεραιότητες.


Ι. Καλλιέργεια – Πρωτογενής παραγωγή

I.α. Ποικιλίες ελαιοδένδρων και φυτωριακό υλικό

Από τα πιο αγνοημένα αλλά και συγχρόνως σημαντικά στάδια όλης της παραγωγικής αλυσίδας αποτελούν οι κανόνες διαχείρισης του φυτωριακού υλικού και η επιλογή των σωστών ποικιλιών, τα θεμέλια δηλαδή του οικοδομήματος μιας ολοκληρωμένης ελαϊκής πολιτικής. Σημεία κλειδιά αποτελούν:

α) Η καλή γνώση των ελληνικών ποικιλιών και η χαρτογράφησή τους.

β) Οι αναγκαίες ανανεώσεις, όπως και η επέκταση με νέες φυτεύσεις (σε  ποσοστό τουλάχιστον 3,5% του υπάρχοντος φυτικού κεφαλαίου) θα πρέπει να συνδυάζονται (να υπακούν) τουλάχιστον με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της κάθε συγκεκριμένης περιοχής, αλλά και με μία γενικότερη πολιτική η οποία να λαμβάνει υπόψη της τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των παραγόμενων ελαιόλαδων στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορικού ανταγωνισμού (βλ. στο τέλος του Κεφ. σελ. 677 την 2η προτεραιότητα και τους χάρτες 1 και 2, Πίν. 1, στο Κεφ. 35 Στατιστικά).

γ) Η θέσπιση και τήρηση κανόνων (οικονομικής διαχείρισης και φυτοϋγειονομικής προστασίας) στη λειτουργία των φυτωρίων, ιδίως αν ευσταθούν και απειλούνται κίνδυνοι όπως η Χylella fastidiosa.
 

 δ) Το ευρύτερο πλαίσιο συνεργασιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ ιδιωτικών φυτωρίων, ΚΕΠΠΥΕΛ, ΑΕΙ/ΤΕΙ, ΕΛΓΟ Δήμητρα, ΥΠΑΑΤ.

I.β. Μηχανική συγκομιδή 

Η συγκομιδή αποτελεί τον κύριο παράγοντα κόστους της ελαιοκαλλιέργειας, που μπορεί να υπερβαίνει ακόμη και το 50%. Άρα θα πρέπει να υποστηριχθεί η έρευνα και η τεχνολογική εφαρμογή για βιομηχανική παραγωγή ελαφρών ευέλικτων μικρών δονητικών μηχανημάτων, τα οποία θα μπορούν να προσαρμοστούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών ελαιώνων και ποικιλιών.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι τα συστήματα των υπέρπυκνων φυτεύσεων (200 ελαιόδενδρα το στρέμμα) συγκεκριμένων εισαγόμενων ποικιλιών και η «βιομηχανοποιημένη» συγκομιδή από «δονητές μαμούθ» (όπως συμβαίνει σε άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες) δεν μπορούν στην Ελλάδα παρά να έχουν περιορισμένη διάδοση, ενώ κρύβουν παγίδες και γι’ αυτό θα πρέπει να εξετάζονται πολύ προσεκτικά πριν από την αρχική επένδυση της κάθε ελαιοκομικής εκμετάλλευσης (βλέπε κεφάλαιο 4).

I.γ. Δακοκτονία και, γενικότερα, φυτοπροστασία 

Ο δάκος αποτελεί τον κυριότερο εχθρό της ελιάς, γιατί οι προσβολές του καρπού έχουν ως αποτέλεσμα και την απώλεια σε ποσότητα, κυρίως όμως την υποβάθμιση της ποιότητας. Κρύβει, επίσης, σοβαρούς κινδύνους σε βάρος της υγείας των καταναλωτών από την υπερβολική ή λαθεμένη χρήση ακατάλληλων φυτοφαρμάκων. Τα υπολείμματα των φυτοφαρμάκων και η ανίχνευσή τους μπορεί να ακυρώσει αξιόλογες κατά τα άλλα εμπορικές προσπάθειες προώθησης του ελαιολάδου.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχει υψηλού επιπέδου συσσωρευμένη επιστημονική γνώση (βλ. Κεφάλαια 9 και 10), ωστόσο η ελληνική ελαιοκομία πληρώνει βαρύ τίμημα, κυρίως λόγω οργανωτικών αδυναμιών. Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι το σύστημα που εφαρμόζεται είναι αναποτελεσματικό και συγχρόνως πολυέξοδο, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σχετική δαπάνη μειώθηκε περίπου στο ήμισυ.
Προτείνονται τρεις λύσεις, φαινομενικά σωστές θεωρητικά, αλλά με πολλές δυσκολίες για διαφορετικούς η κάθε μία λόγους στο επίπεδο της πρακτικής τους εφαρμογής:

1) Παραμένει στο Υπουργείο, αλλά το σύστημα «εξυγιαίνεται» και ορθολογικοποιείται.

2) Το έργο αναλαμβάνουν οι συλλογικές οργανώσεις (συνεταιρισμοί) των ελαιοπαραγωγών, ή/και υπό προϋποθέσεις οι Οργανώσεις Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

3) Ο κάθε παραγωγός ατομικά φροντίζει τους ελαιώνες του.

Σε ό,τι αφορά γενικότερα τη φυτοπροστασία, εδώ ανοίγει ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, που σχετίζεται με:

α) Την παροχή συμβουλών στους ελαιοπαραγωγούς (βλ. παρακάτω Ιε. Γεωργικές Εφαρμογές),

β) Τις απαιτήσεις των εφαρμοζόμενων συστημάτων καλλιέργειας, όπως η βιολογική, η συμβατική, η γεωργία ακριβείας και η ολοκληρωμένη διαχείριση,

γ) Τις εγκρίσεις των φυτοπροστατευτικών ουσιών και

δ) Τον έλεγχο των υπολειμμάτων στο ελαιόλαδο που διατίθεται στην αγορά.

I.δ. Γεωργία Ακριβείας (βλ Κεφάλαιο 15)

Η Γεωργία Ακριβείας (ή Ευφυής Γεωργία) μπορεί να βοηθήσει τους ελαιοπαραγωγούς ώστε με τη χρήση συστημάτων υψηλής τεχνολογίας να βελτιώσουν τις καλλιεργητικές πρακτικές και παράλληλα να μειώσουν τις εισροές και το κόστος.

I.ε. Γεωργικές Εφαρμογές (agricultural extension)

Η γεωπονική επιστήμη αποκτά πρακτική υπόσταση όταν καταλήγει στους ίδιους τους παραγωγούς, και αυτό το καθήκον επωμίζονται οι γεωτεχνικοί των Γεωργικών Εφαρμογών. Στο έργο αυτό, εκτός των ιδιωτών συμβούλων, θα πρέπει να έχει ενεργή συμμετοχή και το Υπουργείο (μαζί με τις ΔΑΟΚ στις Περιφέρειες) δίπλα στους αγρότες/ ελαιοπαραγωγούς για ορισμένα τουλάχιστον θέματα που σχετίζονται με την καλλιέργειά τους. Συνεπώς θα πρέπει και να αναβαθμιστούν και να τους δοθούν τα απαραίτητα μέσα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου. (Βλέπε παρακάτω ενότητα XIV για το ΥΠΑΑΤ).

I.στ. Ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος

Χαρακτηριστικό των ελαιώνων είναι η μεγάλη αναλογία μειονεκτικών περιοχών σε επικλινή μη αρδευόμενα εδάφη. Επιπλέον, ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες που ανεβάζουν το κόστος της καλλιέργειας. Προφανώς, ο αναδασμός δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, μπορεί όμως να αποτελέσει μια μακροπρόθεσμη πολιτική στόχευση ώστε είτε με αλλαγές του κληρονομικού δικαίου –ακολουθώντας πρότυπα άλλων χωρών όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο– είτε/και με κίνητρα/αντικίνητρα μέσω των επιδοτήσεων, τουλάχιστον να μη συνεχιστεί η περαιτέρω κατάτμηση του κλήρου θέτοντας κάποιο ελάχιστο όριο στην έκταση των εκμεταλλεύσεων.

Ι.ζ. Το εργασιακό καθεστώς των αγρεργατών

Επί πολλά χρόνια η ελληνική ελαιοκομία εξαρτάται από αλλοδαπούς που απασχολούνται είτε προσωρινά, ιδίως στη συγκομιδή, είτε μόνιμα. Η υπέρμετρη αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών οδηγεί σε φαινόμενα μαύρης εργασίας και παραοικονομίας, τα οποία όχι μόνο μειώνουν αντί να αυξάνουν τα δημόσια έσοδα, αλλά αποδιαρθρώνουν τις νόμιμες εργασιακές σχέσεις.

ΙΙ. Ελαιοτριβείο (Ελαιουργείο) – Πυρηνελαιουργείο


Το ελαιοτριβείο αποτελεί τον πιο κρίσιμο τομέα της αγροδιατροφικής αλυσίδας του ελαιολάδου. Πρώτον, γιατί καθορίζει την ποιότητα του προϊόντος (με την προϋπόθεση ότι από την καλλιέργεια έχουμε παραλάβει φρέσκο, υγιή ελαιόκαρπο). Δεύτερον, γιατί λόγω του σχετικά περιορισμένου αριθμού τους είναι το μόνο εφικτό σημείο παρακολούθησης και ελέγχου του προϊόντος από την άποψη της ιχνηλασιμότητας, των διακινούμενων ποσοτήτων, της εφαρμογής κανόνων.

II.α. Κοινή άλεση

Η κοινή (ή συνεχής) άλεση αποδεδειγμένα αποτελεί τον άριστο τρόπο λειτουργίας των ελαιοτριβείων, γιατί επιτυγχάνει μείωση του κόστους έκθλιψης (άρα και του παραγόμενου ελαιολάδου), όπως και σημαντική βελτίωση της ποιότητας του ελαιολάδου. Γι’ αυτό άλλωστε και εφαρμόζεται σε Ισπανία και Ιταλία. Στην Ελλάδα προσκρούει περισσότερο σε λαθεμένες νοοτροπίες των ελαιοπαραγωγών, αλλά και στην έλλειψη ενδιαφέροντος της πολιτείας (του ΥΠΑΑΤ) να την προωθήσει, ενημερώνοντας ελαιοπαραγωγούς και ελαιοτριβείς, αλλά και συνδέοντας την κοινή άλεση με νέα χρηματοδοτούμενα προγράμματα εκσυγχρονισμού των ελαιοτριβείων.
Σχετικό με το παραπάνω είναι η γενικότερη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των ελαιοτριβείων, άρα μια διαρκής πολιτική η οποία να συνδυάζει την επιμόρφωση και ενημέρωση με αυστηρούς ελέγχους.

II.β. Ελαιουργικά μηχανήματα

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις – κυρίως μέσω χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων – για τον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού εξοπλισμού των ελαιοτριβείων, ο οποίος πρέπει να θεωρείται πως βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία των εργοστασίων. Για τη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου ελαιολάδου, σήμερα, η προσοχή στρέφεται στην τήρηση των κανόνων ορθής βιομηχανικής πρακτικής (βλέπε Κεφάλαιο 17 της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»). Ωστόσο, καθώς η επιστήμη και η τεχνολογία εξελίσσονται, μπορούμε να προβλέψουμε ότι είναι θέμα χρόνου να δει ο κλάδος μια πραγματική «επανάσταση» (βλέπε Κεφάλαιο 18 της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»).

II.γ. Απόβλητα ελαιοτριβείων (λιόζουμα, κατσίγαροι)

Κατά καιρούς και κατά τόπους αποτελεί πηγή διαμάχης μεταξύ των ελαιοτριβείων με τους ΟΤΑ και τις τοπικές κοινωνίες. Παρά το γεγονός ότι έχουν δαπανηθεί τεράστια ποσά σε ερευνητικά προγράμματα και μελέτες, τελικά δεν έχουν καταλήξει σε μία λύση κοινά αποδεκτή, αποτελεσματική, και – κυρίως – οικονομικά βιώσιμη. Το πρόβλημα επιτείνεται από τη συναρμοδιότητα υπουργείων και οργανισμών. Άρα θα πρέπει να υπάρξει μια συνολική επανεξέταση προκειμένου να προκύψει μια τελική εφαρμόσιμη λύση και η οποία θα αποτελέσει τη βάση για την επιβολή τυχόν ποινών στα ελαιοτριβεία που την παραβιάζουν. Αξίζει να εξετασθεί περισσότερο η μέθοδος της φερτάρδευσης (βλέπε Κεφάλαιο 19 της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»).

II.δ. Φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις

Παρομοίως όπως αναφερθήκαμε παραπάνω για τους αγρεργάτες, και εδώ, στις συναλλαγές μεταξύ ελαιοτριβείου – παραγωγού ελλοχεύει ο κίνδυνος της παραοικονομίας, καθώς και οι δύο πλευρές έχουν το κίνητρο της αποφυγής της (υπερβολικής) φορολόγησης. Επιπλέον της απώλειας δημόσιων εσόδων δημιουργούνται κίνδυνοι να «σκάσουν κανόνια» σε βάρος ελαιοπαραγωγών. Υπάρχουν σχετικές προτάσεις, όπως π.χ. οι εμπορικές συναλλαγές του χύμα ελαιολάδου να πραγματοποιούνται μέσω τραπεζικών λογαριασμών ανεξαρτήτως ποσού, από το πρώτο ευρώ. Το ζήτημα συνδέεται με το «5λιτρο του παραγωγού» (βλέπε παρακάτω ΙΙΙ.β., ), της χύμα εμπορίας (βλέπε παρακάτω VI), καθώς και της ιχνηλασιμότητας (βλέπε Διαπιστώσεις και προτάσεις Ελαϊκής Πολιτικής – Μέρος Τέταρτο, VIII).

ΙΙ.ε. Πυρηνελαιουργείο

Γύρω από τα πυρηνελαιουργεία (βλέπε Κεφάλαιο 26 «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο») στην Ελλάδα κυκλοφορούν διάφορες παρεξηγήσεις και μύθοι. Τα περίπου 2.000 ελαιοτριβεία παράγουν παρθένο ελαιόλαδο και είτε χωριστά τον ελαιοπυρήνα και τα απόβλητα (λιόζουμα, κατσιγάρους), στην περίπτωση των τριών φάσεων, είτε μαζί τον ελαιοπυρήνα με τα απόβλητα, στην περίπτωση των δύο φάσεων. Αυτός ο πυρήνας, προερχόμενος από τα ελαιοτριβεία είτε των τριών είτε των δύο φάσεων, καταλήγει στα 20 περίπου πυρηνελαιουργεία, τα οποία επεξεργάζονται και παράγουν το ακατέργαστο (μπρούτο) πυρηνέλαιο.
Η πρώτη παρεξήγηση αφορά τον χαρακτηρισμό των πυρηνελαιουργείων, τα οποία συχνά θεωρούνται σαν ρυπογόνες βιομηχανίες, ενώ στην πραγματικότητα απορροφούν και αξιοποιούν τον ελαιοπυρήνα των ελαιοτριβείων, αποτελούν δηλαδή τους οικολογικούς σταθμούς της παραγωγικής αλυσίδας του ελαιολάδου και έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όχι μόνο από την πολιτεία αλλά και από τις τοπικές κοινωνίες.
Η δεύτερη παρεξήγηση αφορά στο πυρηνέλαιο το οποίο, μετά την επεξεργασία (εξευγενισμό, ραφινάρισμα) του ακατέργαστου πυρηνελαίου, δίνει ένα προϊόν που έχει μια πολύ καλή συμπεριφορά, ιδίως στο τηγάνισμα. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η ανταγωνιστική του τιμή, τότε μπορεί θαυμάσια να υποκαταστήσει τα σπορέλαια όχι μόνο στην οικιακή χρήση αλλά ακόμη και στη μαζική εστίαση.
Επιπλέον, από οικονομική σκοπιά, εξάγονται ετησίως περίπου 25.000 τόνοι κυρίως χύμα πυρηνελαίου σε Ισπανία και Ιταλία. Έχουμε δηλαδή ένα φαινόμενο αντίστοιχο του παρθένου ελαιολάδου.
Για όλους τους παραπάνω λόγους (περιβαλλοντικούς, διατροφικούς, οικονομικούς) θα πρέπει το ενδιαφέρον της πολιτείας να εκδηλωθεί θετικά ώστε να αξιοποιηθούν και τα πυρηνελαιουργεία και το παραγόμενο πυρηνέλαιο.

ΙΙΙ. Τυποποίηση – Εμφιάλωση

Πρόκειται για τον αδύνατο κρίκο της αγροδιατροφικής αλυσίδας του ελληνικού ελαιολάδου. Πέραν άλλων διαρθρωτικών αιτιών (μεγάλος αριθμός ελαιοπαραγωγών διάσπαρτων στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας), η βασική αιτία πρέπει να αναζητηθεί στην ενίσχυση στην κατανάλωση (επιδότηση των τυποποιητών) που εξέθρεψε την περίοδο 1981-1995 ένα κύμα αθέμιτου ανταγωνισμού από το οποίο ο κλάδος δείχνει ακόμη να μην έχει συνέλθει (βλέπε Κεφάλαιο 33 της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»).

III.α. Κατάργηση χύμα 17λιτρου ανώνυμου «τενεκέ»

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, εθνική και κοινοτική, το ελαιόλαδο πρέπει να διατίθεται στους καταναλωτές σε σφραγισμένες, επώνυμες συσκευασίες μέγιστης χωρητικότητας 5 λίτρων. Στην πραγματικότητα η νομοθεσία αυτή παραβιάζεται. Εκτός της αυτοκατανάλωσης των ίδιων των παραγωγών, κυκλοφορούν και περίπου 50.000 χιλ. τόνοι μέσω των ανώνυμων, χύμα, 16κιλων τενεκεδένιων δοχείων στους καταναλωτές, οι οποίοι συνδέονται πολύ περιληπτικά με τα εξής:

1) Ο πωλητής ελαιοπαραγωγός ή ελαιοτριβέας, ωφελείται 1-3 €/κιλό σε σύγκριση με τη χονδρική πώληση στο εμπόριο.

2) Ο καταναλωτής έχει την (ψευδ)αίσθηση ότι αγοράζει γνήσιο ποιοτικό λάδι απευθείας από τον παραγωγό, ή ελαιοτριβεία, ο οποίος έχει «πρόσωπο» σε αντίθεση με το τυποποιημένο και απρόσωπο (συνήθως μείγμα) των εταιρειών. Οι συνεταιρισμοί απέτυχαν να γεφυρώσουν αυτό το κενό, όπως περιορισμένη παραμένει η απήχηση ελαιολάδων με ταυτότητα ΠΟΠ/ΠΓΕ κ.λπ.

3) Πρόκειται για μια βαθιά ριζωμένη συνήθεια. Η μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών μπορεί να βρει μια σχέση και πρόσβαση στους 500.000 ελαιοπαραγωγούς και τα 2.000 ελαιοτριβεία. Το άνοιγμα (ψαλίδα) μεταξύ τιμής που πουλάει ο ελαιοπαραγωγός χονδρική στο εμπόριο και τιμής που αγοράζει ο καταναλωτής από το ράφι των σούπερ μάρκετ είναι και μεγάλο και αδικαιολόγητο. Η πρόσβαση μικρών επιχειρήσεων (ιδιωτικών ή υνεταιριστικών) στα ράφια των αλυσίδων είναι σχεδόν αδύνατη. Παραμένει η καχυποψία μεγάλης μερίδας καταναλωτών για τα ελαιόλαδα «των 2 πολυεθνικών» που ηγεμονεύουν στα ράφια των αλυσίδων λιανικής. Οι καμπάνιες των επαγγελματικών οργανώσεων των βιομηχανιών τυποποίησης στο παρελθόν αντί να γεφυρώσουν βάθυναν το ρήγμα, καθώς εμφάνιζαν τους ελαιοπαραγωγούς συλλήβδην σαν απατεώνες.

4) Ο ανώνυμος 16κιλος τενεκές αποτελεί την κερκόπορτα ώστε να διακινούνται (ιδίως από το πλανόδιο παρεμπόριο) κάθε είδους «ελαιόλαδα» νοθευμένα από ελαιόλαδα κατώτερης ποιότητας εκτός προδιαγραφών (π.χ. λαμπάντε), από λάδια ρεπάσο, από σπορέλαια, ακόμη και από νερό. Άρα, εκτός της οικονομικής νοθείας, υπάρχει και θέμα κινδύνων για την υγεία των καταναλωτών. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την επανάληψη ενός φαινομένου ανάλογου με το «τοξικό σύνδρομο» του νοθευμένου κραμβέλαιου που χτύπησε την Ισπανία το 1981 και είχε αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς.

5) Το επώνυμο τυποποιημένο έχει μια προστιθέμενη αξία τουλάχιστον 2,0 €/κιλό, άρα πρόκειται για απώλεια προστιθέμενης αξίας περί τα 100 εκ. € ετησίως εξαιτίας των 16κιλων ανώνυμων τενεκέδων. Θα πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε:

α) Τα (επιπρόσθετα) δημόσια έσοδα σε ΦΠΑ και φορολογία,

β) Τα επαγγέλματα που συνδέονται με την παραγωγή και διακίνηση των επώνυμων τυποποιημένων και τις δυνατότητες μείωσης της ανεργίας,

γ) Τις επιχειρήσεις τυποποίησης ιδιωτικές και συνεταιριστικές οι οποίες αδυνατούν έτσι να οικοδομήσουν μια στέρεη βάση στην εσωτερική αγορά ώστε να επεκταθούν και προς τις εξαγωγές που έχουν μεγαλύτερα ρίσκα και δυσκολίες.

Συμπέρασμα

Στο πάζλ που περιγράψαμε, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ότι ο χύμα 16κιλος τενεκές πρέπει να καταργηθεί. Το ερώτημα είναι πώς και με ποιους τρόπους θα επικρατήσει το επώνυμο τυποποιημένο.

III.β. Το πεντόλιτρο παραγωγού

Συνεχίζοντας το (III.α.), θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι πρόκειται για μια περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή του νόμου και η επικράτηση της οικονομικά συμφέρουσας λύσης για το σύνολο του ελαιοκομικού τομέα συναντά προφανείς δυσκολίες. Είναι πρακτικά αδύνατο να αστυνομευθούν 2.000 ελαιοτριβεία, τα λιμάνια, οι σταθμοί των λεωφορείων και οι μεταφορικές εταιρείες, ενώ η επιβολή ποινών θα ξεσήκωνε θύελλα –δικαιολογημένων σε μεγάλο βαθμό – αντιδράσεων από τίμιους και ειλικρινείς ελαιοπαραγωγούς και ελαιοτριβείς. Ίσως γι’ αυτό άλλωστε και η πολιτεία επί δεκαετίες «νίπτει τας χείρας της».
Σε αυτό το φαινομενικά αδιέξοδο η μόνη εφικτή λύση είναι το «5λιτρο του παραγωγού». Δηλαδή:

1) Στην τελική γραμμή παραγωγής, αμέσως μετά τον διαχωριστήρα, το ελαιοτριβείο εγκαθιστά και λειτουργεί ημι-αυτόματο γεμιστικό μηχάνημα για πεντόλιτρα, το οποίο έχει και μικρό κόστος επένδυσης. Συχνά ήδη υπάρχει σύγχρονο τυποποιητήριο.

2) Το 5λιτρο δοχείο δεν χρειάζεται να είναι λιθογραφημένο, αρκεί να διαθέτει πώμα ασφαλείας μίας χρήσης και να επικολλάται αυτοκόλλητη ετικέτα με όλες τις υποχρεωτικές ενδείξεις, καθώς και το ονοματεπώνυμο του παραγωγού ή του ελαιοτριβέα ώστε να έχει επίσης μικρό κόστος.

3) Ο παραγωγός απαγορεύεται να πάρει από το ελαιοτριβείο το λάδι του χύμα, σε δικά του μέσα (τα οποία μερικές φορές μπορεί να είναι από ακατάλληλα έως και επικίνδυνα), αλλά υποχρεώνεται να χρησιμοποιήσει τα 5λιτρα, τα οποία είναι νόμιμα και τα οποία μπορεί να πουλήσει απευθείας στους καταναλωτές. Διατηρεί έτσι μία ικανοποιητική τιμή και εισόδημα, υψηλότερα από εκείνα που εισπράττει από τις πωλήσεις στο χονδρικό εμπόριο.

4) Ο καταναλωτής μπορεί να προμηθευτεί παρθένο ελαιόλαδο με το όνομα και την εγγύηση του ελαιοπαραγωγού/ελαιοτριβέα.

Έτσι, σταδιακά, με τις ελάχιστες δυνατές αντιδράσεις, μπορεί να απομονωθεί και να περιοριστεί το πλανόδιο παρεμπόριο, που αποτελεί και το χειρότερο κανάλι του 16κιλου τενεκέ.
Πρόκειται για την πιο απλή και ανέξοδη λύση που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο στο ισπανικό ελαιόλαδο αλλά και στο ελληνικό μέλι.
Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, αντιγράφουμε ένα απόσπασμα από το άρθρο του Διευθύνοντος Συμβούλου της Αττικής Μελισσοκομικής και Αντιπροέδρου της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Μελιού, Γεωργίου Πίττα:
«Η παραγωγή, εκτός από την ιδιοκατανάλωση, κατευθύνεται σε δύο βασικές αγορές:

1) Στην απευθείας πώληση μελισσοκόμων προς τους καταναλωτές και

2) Στη διάθεση μέσω των οργανωμένων δικτύων πώλησης σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Οι δύο αγορές λειτουργούν αρμονικά μεταξύ τους, ισορροπώντας ως συγκοινωνούντα δοχεία η μία με την άλλη. Έχουν τους ίδιους κανόνες, υποχρεώσεις και καταναλωτικές συμπεριφορές. Αν, για διάφορους λόγους, καταρρεύσει η μία αγορά, τότε χάνεται και η άλλη». (Περιοδικό Επί Γης, Τεύχος 7).

ΙΙΙ.γ. Η πρόταση για τα 1-2 γιγαντιαία ελαιοτριβεία/τυποποιητήρια

Κατά καιρούς έχει προταθεί (βλ. από το ΥΠΑΑΤ το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης ΕΣΣΑΑ 2007-2013 και τη μελέτη της McKinsey, 2014): «Προτεραιότητα θα δοθεί κατ’ αρχάς στη δημιουργία μεγάλης μονάδας τυποποίησης ελαιολάδου, που την πρώτη ύλη (ελαιόλαδο) θα την παίρνει από υφιστάμενα πιστοποιημένα ελαιοτριβεία, για την τυποποίησή της σε μικρές συσκευασίες». Πρόκειται για μία απολύτως ανεφάρμοστη, έως και καταστροφική, πρόταση, άγνωστης έμπνευσης, μάλλον κακή απομίμηση της ισπανικής ελαιοκομίας γιατί:

1) Από την αναγκαστική ανάμειξη ελαιολάδων θα ισοπεδωθεί και θα χαθεί το βασικό (μοναδικό;) ελληνικό πλεονέκτημα της προσωπικότητας και ποιότητας των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων της (άνω του 80% της συνολικής παραγωγής), που συνδέεται με τη βιοποικιλότητα, το μικροκλίμα, την πληθώρα γηγενών ποικιλιών ελαιοδένδρων, των ΠΟΠ/ΠΓΕ,

2) Είναι αδύνατο να προσαρμοστεί στη μορφολογία των ελληνικών εδαφών (διάσπαρτη με ημι-ορεινούς όγκους, νησιά), αλλά και στην ελαιοκομική ανθρωπογεωγραφία, δηλαδή σε μία τελείως διαφορετική πραγματικότητα από την ισπανική, όπου π.χ. μόνη της η Ανδαλουσία έχει παραγωγή πενταπλάσια από ολόκληρη την Ελλάδα,

3) Τα ελαιοτριβεία και τυποποιητήρια που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα έχουν δυναμικότητα υπεραρκετή για την ποσότητα του ελληνικού ελαιολάδου. Μπορούν επίσης να εξασφαλίσουν την ταχεία έκθλιψη του ελαιόκαρπου –βασικού παράγοντα για την καλή ποιότητα του ελαιολάδου–, ιδίως αν εφαρμόζουν την κοινή άλεση (βλ. ΙΙ.α). Μια νέα φαραωνική επένδυση, άγνωστης μέχρι τώρα ιδιοκτησίας, θα αποτελέσει τεράστια σπατάλη πόρων, η οποία, επιπλέον, θα καταστρέψει τις υπάρχουσες δομές συνεταιριστικής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

4) Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα με 250.000 τόνους δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την Ισπανία των 1,5 εκ. τόνων, όπου το ελαιόλαδο γίνεται ένα commodity στη διεθνή αγορά με βασικό όπλο τη χαμηλή τιμή του.

ΙΙΙ.δ. Επώνυμα φιαλίδια στη μαζική εστίαση (HO.RE.CA.)

(βλέπε παρακάτω VI.α.)

ΙV. Εμπόριο χύμα

Το εμπόριο χύμα αποτελεί έναν απαραίτητο κρίκο της αγροδιατροφικής αλυσίδας του ελαιολάδου. Πρέπει να συλλέξει/επιλέξει/ομογενοποιήσει σε παρτίδες τουλάχιστον ενός βυτίου (27 τόνων) τις μικροποσότητες που παράγονται από εκατοντάδες χιλιάδες ελαιοπαραγωγούς και 2.000 ελαιοτριβεία, ώστε να εφοδιάσει την οργανωμένη ζήτηση που υπάρχει είτε από την εγχώρια βιομηχανία τυποποίησης είτε από τις εξαγωγές χύμα. Παράλληλα, το χύμα εμπόριο κάνει και τους πρώτους ποιοτικούς ελέγχους του προϊόντος. Αυτή είναι η θετική πλευρά.
Η αρνητική πλευρά συνδέεται με φαινόμενα αδιαφάνειας, αθέμιτου ανταγωνισμού, κακών εμπορικών πρακτικών κ.λπ., τα οποία πρέπει να εκλείψουν ώστε να μην αποτελεί ο κλάδος αυτός μια «γκρίζα ζώνη». Συνεπώς θα πρέπει να θεσπιστούν και εφαρμοστούν μια σειρά από κανόνες οι οποίοι να κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις:

1) Μητρώο εμπόρων,

2) Ελάχιστες προδιαγραφές που οφείλει να πληροί ο κάθε έμπορος και

3) Συστηματικός έλεγχος, όχι μόνο οικονομικός/φορολογικός (βλέπε παραπάνω ΙΙ.δ.), αλλά και των κανόνων ασφάλειας και υγιεινής. 

V.Λιανικό εμπόριο

Στον τομέα αυτό καταγράφονται μια σειρά από αρνητικά φαινόμενα και παγιωμένες πρακτικές, οι οποίες είναι αδύνατο να αναλυθούν σε αυτό το Κεφάλαιο. Πάντως τα κυριότερα προβλήματα αφορούν:
1) Στη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν οι αλυσίδες λιανικής έναντι των προμηθευτών τους, επιχειρήσεων τυποποίησης ελαιολάδου.

2) Στην άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων τυποποίησης με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ολιγοπωλιακές καταστάσεις, να μη λειτουργεί ο ανταγωνισμός και για τη συντριπτική πλειοψηφία των τυποποιητών να είναι αδύνατη η πρόσβαση στα ράφια των μεγάλων αλυσίδων.

3) Στο μεγάλο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ τιμής παραγωγού και τιμής καταναλωτή.
Είναι περίεργο το ότι ούτε οι «θεσμοί» ούτε η γνωστή σαν «εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ» θέλησαν να αγγίξουν τις παραπάνω δυσλειτουργίες, οι οποίες θρέφουν και άλλα φαινόμενα, όπως η μεγάλη διάδοση του χύμα 16κιλου τενεκέ αλλά και τα κρούσματα νοθείας. Πάντως, μια σοβαρή συζήτηση θα έπρεπε να ξεκινήσει – τουλάχιστον– από την κατάργηση όλων εκείνων των κρυφών και φανερών χρεώσεων σε βάρος των προμηθευτών, μειώνοντας παράλληλα και τους χρόνους εξόφλησής τους και εξισώνοντάς τους με ό,τι ισχύει στις υπόλοιπες χώρες. 

VI.Μαζική εστίαση και (Αγρο)τουρισμός

Για χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, η κουζίνα τους και η μαζική εστίαση έχουν αποκτήσει ταυτότητα, έχουν ταυτιστεί με τη Μεσογειακή Δίαιτα (Διατροφή), αποτελούν διέξοδο άμεσων πωλήσεων σημαντικών ποσοτήτων ελαιολάδων και τον καλύτερο πρεσβευτή/διαφημιστή στα εκατομμύρια τουριστών που επισκέπτονται τις χώρες αυτές, όπως επίσης και μέσω του ευρύτατου δικτύου εστιατορίων που έχουν εξαπλωθεί σε όλη σχεδόν την υφήλιο.
Αντιθέτως, η χώρα μας έχει επαναπαυθεί στην πατρότητα της Μεσογειακής (ή και Κρητικής) Διατροφής και η εικόνα που παρουσιάζει είναι απογοητευτική, παρά τα βήματα προόδου και τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Απαιτείται, λοιπόν, μια ολοκληρωμένη συζήτηση και δέσμη αποφάσεων που θα υποστηρίζουν το ελαιόλαδο (και τις επιτραπέζιες ελιές), παρέχοντας κίνητρα (π.χ. φορολογικά), αυστηρούς ελέγχους και κυρώσεις, που όμως δεν θα επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα αν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι (ελαιοπαραγωγοί/ελαιοτριβείς/τυποποιητές/εστιάτορες) δεν ενστερνιστούν εθελοντικά και με μεράκι τη χρήση ελαιολάδου.

VI.α. Επώνυμα φιαλίδια στη μαζική εστίαση (HO.RE.CA.)

Το θέμα των επώνυμων φιαλιδίων ελαιολάδου αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου αυτού που ονομάζουμε «γαστριμαργικός τουρισμός». Το 2012 ο τότε Επίτροπος Γεωργίας Ντάτσιαν Τσιόλος προώθησε κανονισμό για την υποχρεωτική τοποθέτηση επώνυμων φιαλιδίων ελαιολάδου στα καταστήματα μαζικής εστίασης, ξενοδοχεία (ΗΟ.), εστιατόρια (RE.), καφέ (CA.), και μάλιστα και για τις 28 χώρες της Ε.Ε. Η προσπάθεια ναυάγησε λόγω άρνησης συγκεκριμένης χώρας. Αυτό όμως δεν εμπόδισε, ίσα ίσα επιτάχυνε, τη θέσπιση εθνικής νομοθεσίας στα ελαιοπαραγωγά κράτη-μέλη, όπως διαδοχικά συνέβη σε Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρο. Μόνο η Ελλάδα καθυστέρησε επί μία πενταετία, ενώ είναι ασαφές πώς θα εφαρμοστεί και αμφίβολο αν και πώς θα πειστούν οι ιδιοκτήτες των HORECA. Να επισημάνουμε ότι η ισπανική Διεπαγγελματική Οργάνωση διεξάγει μια ευρύτατη καμπάνια διαφήμισης της χρήσης των επώνυμων φιαλιδίων στη μαζική εστίαση.
Τα οφέλη, ιδίως σε χώρες με επιπλέον έντονο τουριστικό ρεύμα, είναι πολλαπλά:

α) Καταργούνται τα ανώνυμα «λαδόξυδα», τα οποία αποτελούν αιτία δυσφήμισης του έξτρα παρθένου ελαιολάδου και πηγή κινδύνων, καθώς έχουν βρεθεί ακόμη και περιπτώσεις από εστιάτορες που χρησιμοποιούσαν «λάδι» από τα καντήλια νεκροταφείων.

β) Αποτελεί έναν άριστο και ανέξοδο τρόπο διαφήμισης των ελληνικών έξτρα παρθένων στους τουρίστες (και όχι μόνο).

γ) Με 78,6 εκ. διανυκτερεύσεις τουριστών στην Ελλάδα το 2016 και ένα τουλάχιστον γεύμα έκαστος, έστω μία σαλάτα, συν τους Έλληνες που τρώνε έξω, τότε οι ποσότητες ελαιολάδου σε αυτά τα φιαλίδια θα πλησίαζαν –ίσως και θα ξεπερνούσαν– τους 25 χιλ. τόνους που σήμερα πωλούνται τυποποιημένοι στην εσωτερική αγορά.

δ) Η εμπειρία από όσα εστιατόρια το εφάρμοσαν εθελοντικά μόνο θετικά συμπεράσματα έδωσε για όλους. Ο εστιάτορας δίνει μια καλή εικόνα και δεν χάνει, γιατί το περνάει στο λογαριασμό, όπως και το εμφιαλωμένο νερό. Ο πελάτης είναι ευχαριστημένος, γιατί απολαμβάνει ένα καθαρό, εύγεστο προϊόν. Κερδισμένη είναι και η μονάδα παραγωγής του φιαλιδίου, ιδιωτική ή συνεταιριστική, ακόμη και πολύ μικρού μεγέθους, γιατί η εμφιάλωση δεν χρειάζεται καμία μεγάλη, ακριβή επένδυση.

VΙI. Εξαγωγές και εκστρατείες προώθησης της κατανάλωσης

Με την ενότητα αυτή κλείνει ο κύκλος της αγροδιατροφικής αλυσίδας του ελαιολάδου.

VΙI.α. Εξαγωγές

Τα στατιστικά στοιχεία (βλ. Κεφάλαιο 35) παρουσιάζουν ανάγλυφα τις ιστορικές διαρθρωτικού χαρακτήρα αδυναμίες των εξαγωγών ελαιολάδου. Η κατανάλωση στις μη-ελαιοπαραγωγές χώρες (ΗΠΑ, Βραζιλία, Ιαπωνία κ.λπ.) συνεχώς αυξάνεται, όμως το μερίδιο της Ελλάδας παραμένει στάσιμο ή και υποχωρεί (ευρισκόμενο περί το 3%), γιατί κερδίζουν θέσεις στον ανταγωνισμό οι άλλες χώρες ελαιοπαραγωγής, ακόμη και οι τρίτες χώρες (π.χ. Τυνησία), παρά το γεγονός ότι δεν α-πολαμβάνουν χρηματοδοτήσεων από κοινοτικά προγράμματα προώθησης. Είναι άξιον απορίας γιατί δεν έχουν αποδώσει οι συνεχείς εκστρατείες τις οποίες χρηματοδοτεί η ΕΕ, το Ελληνικό Κράτος (ΟΠΕ), και το ΔΣΕ (IOC) από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Οι συνθήκες ασφυξίας της αγοράς, η έλλειψη ρευστότητας, τα capital controls επηρεάζουν μεν δυσμενώς τους εξαγωγείς, αλλά τα φαινόμενα είναι σχετικά πρόσφατα –επί οικονομικής κρίσης–, ενώ η ανέχεια των εξαγωγών καλύπτει σειρά δεκαετιών. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες προέρχονται από μεσαίες-μικρές έως και πολύ μικρές επιχειρήσεις και όχι από τις δύο εταιρείες, οι οποίες, έχοντας το μεγαλύτερο μερίδιο στο ελληνικό ράφι, θα περίμενε κανείς να πραγματοποιούν και τις μεγαλύτερες εξαγωγικές επιτυχίες. Η οικονομική αποδυνάμωση, έως και χρεωκοπία σημαντικών συνεταιριστικών οργανώσεων, αφαίρεσε και αυτό το δυναμικό, το οποίο θα μπορούσε να εξειδικευτεί σε περιπτώσεις όπως τα ΠΟΠ/ΠΓΕ έξτρα παρθένα, τα βιολογικά κ.λπ. Η ελληνική εξαγωγική ανεπάρκεια γίνεται ακόμη πιο ανεξήγητη αν κανείς λάβει υπόψη:

– την ποιότητα των ελληνικών ελαιολάδων με το υψηλό ποσοστό εξαιρετικών παρθένων,

– τη διαρκή στροφή των ξένων καταναλωτών από το ραφινέ στο εξαιρετικό παρθένο, λόγω κυρίως των υγιεινών του ιδιοτήτων,

– ότι οι τιμές της πρώτης ύλης δεν αποτελούν εμπόδιο, καθώς εδώ και αρκετά χρόνια οι τιμές του Έλληνα παραγωγού είναι κατώτερες όχι μόνο του Ιταλού αλλά και του Ισπανού, ακόμη και του Τυνήσιου και

– ότι σε πολλές χώρες (ΗΠΑ κ.ά.) παραδοσιακά υπήρχε η «μαγιά» της ελληνικής ομογένειας, η οποία όχι μόνο δεν αξιοποιήθηκε, αλλά ορισμένες φορές αποτέλεσε και ανασταλτικό παράγοντα.
Γενικότερα, είναι μεγάλη και ανεξήγητη η αντίφαση μεταξύ διαθέσιμων ευνοϊκών συνθηκών και τελικού αποτελέσματος, συνεπώς είναι και αδύνατο να υποβάλει κανείς προτάσεις πέραν όσων αφορούν συνολικά τις ελληνικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων ή της «αλλαγής νοοτροπίας», που όμως αποτελεί μια ευχή χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.

VΙI.β. Υποκατάσταση χύμα από το επώνυμο τυποποιημένο

Η Ελλάδα είναι πλεονασματική και πρέπει να εξάγει περίπου το 50%, δηλαδή κατά μέσο όρο 120.000 τόνους ετησίως. Αποτελεί μόνιμη επωδό και καταγγελία(!) ότι οι Ιταλοί έρχονται, μας παίρνουν τα λάδι μας, το αναμειγνύουν με άλλα κατώτερα, το εμφιαλώνουν και το πουλούν στις αγορές όλου του κόσμου. Πρόκειται για τη μισή αλήθεια –με αρκετή «αχαριστία». Γιατί αν δεν έρθουν οι Ιταλοί (και οι Ισπανοί) να αγοράσουν αυτούς τους περίπου 90.000 τόνους, τότε η ελληνική ελαιοκομία θα καταστραφεί και θα βουλιάξει στα αδιάθετα αποθέματά της. Κανείς δεν εμποδίζει την Ελλάδα να εξάγει επώνυμα και  τυποποιημένα τα ελαιόλαδά της. Το αντίθετο, υπήρξαν, ιδίως στις δεκαετίες ’80 και ’90, ιδανικές συνθήκες με επιδοτήσεις (τόσο για την εμφιάλωση, όσο και για τις εξαγωγές να καλύπτουν το 30-40% της τιμής της πρώτης ύλης) αλλά και με την Ισπανία ακόμη τότε εκτός διεθνούς ανταγωνισμού, ποσοτικά και ποιοτικά. Όμως, τότε, επικράτησε η εύκολη λύση των χύμα εξαγωγών προς Ιταλία, κάτι που συνεχίζεται και στις ημέρες μας.
Τώρα προφανώς τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, αλλά θα πρέπει να γίνει μια μεγάλη προσπάθεια ώστε σιγά σιγά να αυξάνεται το μερίδιο του επώνυμου τυποποιημένου και να μειώνεται του χύμα.
Διεκδικώντας τουλάχιστον 150 εκ € ετησίως. Από οικονομική άποψη πρόκειται για μια διαφορά της τιμής πώλησης:

α) του τυποποιημένου από το χύμα, τουλάχιστον κατά 1,5€/κιλό χ 90.000 χιλ. τόνους = 135 εκ € και,

β) αν ενδυναμωθούν οι εξαγωγές, αν βελτιώσουν οι επιχειρήσεις την ποιότητα των προϊόντων τους και το εξαγωγικό μάρκετινγκ, αξιοποιώντας τους εθνικούς και κοινοτικούς μηχανισμούς υποστήριξης, τότε μπορούν να επιτύχουν και υψηλότερες τιμές πώλησης (premium τιμής) του τυποποιημένου όπως και χύμα που εξάγεται και σε άλλες χώρες πλην Ιταλίας και Ισπανίας = τουλάχιστον 15 εκ. €. (τα διαθέσιμα στατιστικά είναι ανεπαρκή).

VIΙ.γ. Προώθηση

Συναφές και συνέχεια του προηγούμενου είναι το ζήτημα της προώθησης η οποία, αν και έχει χρηματοδοτηθεί με δεκάδες εκατομμύρια €, δεν έχει αποτυπωθεί στις ποσότητες και στην αξία των εξαγωγών. Απαιτείται δηλαδή μια κατ’ αρχήν εθνική στρατηγική, η οποία πρέπει να συζητηθεί εκτενώς και να εξειδικευθεί. Πολύ περιληπτικά επισημαίνουμε:

α) Για τον Οργανισμό Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) αποδείχθηκε λανθασμένη η κατάργησή του, απαιτείται η επανίδρυση και αναβάθμισή του με ορθή αξιοποίηση των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού.

β) Επίσης απαιτείται αναβάθμιση της οικονομικής διπλωματίας, που (πρέπει να) ασκούν οι ΟΕΥ των ελληνικών πρεσβειών με καθοδήγηση και συντονισμό από το ΥΠΠΑΤ παράλληλα με το ΥΠΕΞ.

γ) Να ενταθεί ο έλεγχος της γνησιότητας και ποιότητας των εξαγόμενων ελαιολάδων, όχι μόνο στα τελωνεία αλλά και δειγματοληπτικά στα ράφια των σούπερ μάρκετ του εξωτερικού. Σε περίπτωση σοβαρών παραβιάσεων οι ποινές θα πρέπει να είναι εξοντωτικές.

δ) Η χρηματοδότηση των προγραμμάτων προώθησης (Kανονισμός 1144/2014 της Ε.Ε.) όχι μόνο θα συνεχιστεί, αλλά έχουν βελτιωθεί οι όροι με αύξηση της κοινοτικής χρηματοδότησης στο 85% (τρίτες χώρες και 75% χώρες Ε.Ε.). Πρόκειται για ένα κατ’ αρχήν «καλό νέο», το οποίο όμως κρύβει τις παγίδες και κινδύνους των πολύ ευνοϊκών επιδοτούμενων προγραμμάτων, που τελικά μπορεί να διευκολύνουν διάφορες σπατάλες, έως και απάτες. Άρα, απαιτείται από το Yπουργείο και τις περιφέρειες ο πιο αυστηρός έλεγχος με αντικειμενική αξιολόγηση ex post του φορέα που υποβάλλει την πρόταση, του συμβούλου που την υποστηρίζει, της προϊστορίας τους, των συγκεκριμένων δράσεων κατά την εκτέλεσή τους και, ex ante, των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν.

VΙΙ.δ. Η ενεργητική τελειοποίηση (ΤΡΑ)

Με τον όρο αυτό αποκαλείται το ειδικό καθεστώς που επιτρέπει σε μια χώρα της Ε.Ε. να εισαγάγει ελαιόλαδο από τρίτη χώρα, να το επεξεργαστεί (είτε να το ραφινάρει αν είναι λαμπάντε είτε απλώς να το εμφιαλώσει αν είναι βρώσιμο παρθένο), προκειμένου να επανεξαγάγει ισοδύναμη ποσότητα σε άλλη τρίτη χώρα. Η Ιταλία και η Ισπανία κάνουν χρήση αυτού του καθεστώτος, επιπλέον των αδασμολόγητων εισαγωγών από τρίτες χώρες, ειδικά τις εμπορικές περιόδους που αντιμετωπίζουν ελλείψεις πρώτης ύλης (βλέπε Κεφάλαιο 36 της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»).
Η Ελλάδα έχει επιτύχει να εξαιρεθεί του καθεστώτος ΤΡΑ προκειμένου να προστατευθεί η εγχώρια παραγωγή και οι τιμές των Ελλήνων ελαιοπαραγωγών. Ωστόσο, πριν από λίγα χρόνια, η Εθνική Διεπαγγελματική (ΕΔΟΕΕ) υιοθέτησε το αίτημα με το σκεπτικό ότι με τον τρόπο αυτό οι εξαγωγείς θα έχουν φθηνότερη πρώτη ύλη, άρα θα γίνουν πιο ανταγωνιστικοί οι Έλληνες εξαγωγείς.
Το σχετικό αίτημα στερείται λογικής βάσης, γιατί:

α) Ήδη το τυνησιακό έχει την ίδια τιμή, ή είναι ακόμη και ακριβότερο του ελληνικού για τα ίδιας ποιότητας ελαιόλαδα.

β) Υπάρχει η ποσότητα (πλαφόν) των 70.000 τόνων για αδασμολόγητες εισαγωγές από Τυνησία και επιπλέον 14.100 τόνοι από άλλες χώρες.

γ) Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα ο έλεγχος της διαχείρισης αυτών των προσωρινών εισαγωγών με σκοπό την επανεξαγωγή τους θα ήταν πολύ δύσκολος. Άλλωστε και στην Ιταλία συνεχώς αποκαλύπτονται προβλήματα παράτυπων εισαγωγών από χώρες της Βόρειας Αφρικής και «ιταλοποιήσεων», ενώ η Ισπανία διαθέτει ένα ολοκληρωμένο σύστημα «σιδερένιων» ελέγχων, που δεν επιτρέπουν διαρροές (βλέπε Κεφάλαιο 36/α και 36/β της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»).

δ) Στην υποθετική περίπτωση μειγμάτων με ελαιόλαδα τρίτων χωρών, το ελληνικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο θα έχανε την ταυτότητα της υψηλής ποιότητας που διεκδικεί να έχει ως βασικό «όπλο» στη διεθνή αγορά.

VIII. Ιχνηλασιμότητα

Η αγροδιατροφική αλυσίδα [(Ι) έως (VII)], στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, θα πρέπει να βασιστεί σε δύο θεμέλια. Το πρώτο είναι η ιχνηλασιμότητα (βλ. Κεφάλαιο 22 της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόδεντρο). Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μεταξύ της ιχνηλασιμότητας σε ένα «μίκρο» επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης και σε ένα «μάκρο» επίπεδο όλης της χώρας.
Στο σημείο αυτό θα επισημάνουμε μόνο:

α) Το άρθρο 7α του Κανονισμού 299/2013 καθιστά υποχρεωτική την εφαρμογή στον τομέα του ελαιολάδου μιας «εθνικής ιχνηλασιμότητας», μέσω της παρακολούθησης από το ΥΠΑΑΤ της κίνησης των ελαιολάδων από το στάδιο του ελαιοτριβεία μέχρι και την τυποποίηση. Πέραν της καταγραφής των μεμονωμένων επιχειρήσεων, η εφαρμογή αυτή θα επέτρεπε στη χώρα να αποκτήσει αξιόπιστα και ολοκληρωμένα στατιστικά στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα όχι μόνο για τη χάραξη μιας εθνικής ελαϊκής πολιτικής αλλά και για την καταπολέμηση της απάτης και της νοθείας. Η ιχνηλασιμότητα αποτελεί το απαραίτητο «εργαλείο» για τον περιορισμό της «γκρίζας ζώνης» της παραοικονομίας, φοροδιαφυγής και νοθείας. Η πρόοδος της τεχνολογίας καθιστά εφικτή μια ηλεκτρονική πλατφόρμα παρακολούθησης της διακίνησης των ελαιολάδων.

β) Ζωτικής σημασίας εργαλείο μπορεί να αποδειχθεί ο εσωτερικός αυτοέλεγχος (που περιλαμβάνει και την ιχνηλασιμότητα) σε επίπεδο μεμονωμένης επιχείρησης -> επαγγελματικής οργάνωσης → διεπαγγελματικής → χώρας. Ήδη υιοθετήθηκε στην Ισπανία με την εθελοντική σύμπραξη των τριών μεγάλων οργανώσεων που εκπροσωπούν τους συνεταιρισμούς, τη βιομηχανία, τους εξαγωγείς, 

IX.Ποιότητα

IX.α. Ορισμός:

Επειδή η «ποιότητα» αποτελεί μια ασαφή ορισμένες φορές έννοια, για τις ανάγκες τουλάχιστον αυτού του κεφαλαίου αναφερόμαστε στην αντικειμενική ποιότητα της ελάχιστης απαραίτητης τήρησης των προτύπων και των ορίων που προβλέπει κάθε φορά η σχετική κοινοτική και εθνική νομοθεσία.
Συγχρόνως, όμως, επειδή το παρθένο ελαιόλαδο είναι ένα απολύτως φυσικό προϊόν, δεν πρέπει να ξεχνάμε έναν ορισμό της ποιότητας από τον αείμνηστο χημικό, Κώστα Βαννό: «Ελαιόλαδο πρέπει να είναι η συγκίνηση, πρέπει να είναι το συναίσθημα. Αυτά που αισθανόμαστε όταν μπαίνουμε σε ένα λιοτρίβι και αλέθει φρέσκους, υγιείς, σωστά  ώριμους καρπούς. Αυτό το ελαιόλαδο θέλουμε να τρώμε και αυτό πρέπει να παράγουμε. Άρα, όταν μιλάμε για ποιότητα, μιλάμε κυρίως για αυτό το συναίσθημα και για αυτή τη συγκίνηση»
.
ΙΧ.β. Προς ένα νέο εμπορικό πρότυπο

Η θέσπιση από την Ε.Ε. αλλά και το IOC νέων εμπορικών προτύπων με αυστηρότερα όρια για τις διάφορες ποιοτικές κατηγορίες των ελαιολάδων και πυρηνελαίων αποτελεί μια διαρκή τάση τις τελευταίες δεκαετίες. Ήδη προς αυτή την κατεύθυνση ασκούνται μεγάλες πιέσεις από τις καταναλώτριες χώρες (ΗΠΑ κ.ά.), εξαιτίας των διαπιστωμένων περιπτώσεων εξαπάτησης των καταναλωτών, ενώ παράλληλα εξελίσσονται σε μια αέναη μεταξύ τους διαμάχη, τόσο η τεχνολογία νόθευσης των ελαιολάδων αλλά και της υπεράσπισης της αυθεντικότητάς τους. Είναι, λοιπόν, θέμα χρόνου να υιοθετηθούν νέα αυστηρότερα όρια και μέθοδοι ανάλυσης.
Επανειλημμένα, από τα χείλη ελαιοπαραγωγών έως και πρωθυπουργών, έχει διακηρυχθεί η υψηλή ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτός ο ισχυρισμός έχει γίνει αποδεκτός ακόμη και από ανεξάρτητους και αξιόπιστους φορείς άλλων χωρών (έκθεση U.S. International Trade Commission, 2013), αν και δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς.
Εφόσον πράγματι ως χώρα διαθέτουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα της μεγάλης αναλογίας των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων και της υψηλής ποιότητας των χαρακτηριστικών τους, θα πρέπει:
α) Να υιοθετηθεί επίσημα μια στρατηγική υιοθέτησης –εθελοντικά κατ’ αρχάς – των νέων αυστηρότερων ορίων, μεθόδων ανάλυσης κ.ο.κ.

β) Για τον σκοπό αυτό απαιτούνται μια σειρά συντονισμένων, ενεργειών, όπως:

1) Συγκρότηση επιτελικής διεπιστημονικής ομάδας.

2) Χαρτογράφηση παρθένων ελαιολάδων και συγκριτική ανάλυσή τους. Προσδιορισμός απαραίτητων μέτρων βελτίωσής τους ώστε να ανταποκρίνονται στα νέα πρότυπα.

3) Καθορισμός ενός μοντέλου νέων εμπορικών προτύπων το οποίο να ταιριάζει στα ελληνικά ελαιόλαδα και διεκδίκηση στα διεθνή όργανα και fora της καθιέρωσής του.

IX.γ. Πολιτική ποιότητας

Ο σύγχρονος εμπορικός πόλεμος διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό μέσω των εξελίξεων στα εμπορικά πρότυπα και τη χημεία των τροφίμων. Γι’ αυτό και πρέπει να διαχωρίζουμε την αντικειμενική και αποδείξιμη ποιότητα από την όποια υποκειμενική δοξασία, που συνήθως ακολουθεί το στερεότυπο: «Το δικό μου είναι το καλύτερο λάδι του χωριού/άρα της χώρας/άρα του κόσμου». Αυτό προϋποθέτει ότι εφαρμόζονται πιστά οι κανόνες και διαδικασίες από όλους τους θεσμικά εμπλεκομένους (πολιτεία, επαγγελματικούς φορείς και οργανισμούς πιστοποίησης), ώστε να ελέγχεται και περιφρουρείται η αυθεντικότητα και ποιότητα του ελαιολάδου που παράγεται και διακινείται στην αγορά.
Σε αυτό το πλαίσιο, κρίσιμα σημεία αποτελούν:

α) Η συγκέντρωση σε ένα φορέα (ΕΦΕΤ) όλων των αρμοδιοτήτων ελέγχου και επιβολής ποινών. Ο εξοπλισμός του με τις απαιτούμενες νομοθετικές δικαιοδοσίες όπως και με τη σύγχρονη τεχνολογία. Ο συντονισμός με άλλες κρατικές υπηρεσίες όπως το ΣΔΟΕ και η οικονομική αστυνομία. Η γρήγορη απονομή δικαιοσύνης και η επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Η ευρεία δημοσιότητα των περιπτώσεων νοθείας και απάτης. Γενικότερα, η ιταλική εμπειρία των τελευταίων ετών, όπως επίσης και η λειτουργία του αντίστοιχου ισπανικού οργανισμού αποτελούν υποδείγματα προς μίμηση.

β) Η ιχνηλασιμότητα (βλ. παραπάνω VIIΙ) όπως και ο εσωτερικός αυτοέλεγχος αποτελούν βασικά και απαραίτητα «εργαλεία».

γ) Οι επαγγελματικές οργανώσεις όλης της αγροδιατροφικής αλυσίδας από τις οργανώσεις των παραγωγών έως τη βιομηχανία τυποποίησης και το λιανικό εμπόριο θα πρέπει να αναλάβουν τις δικές τους (συν)ευθύνες, να περιφρουρήσουν το προϊόν τους, υπό την προϋπόθεση ότι, σε συνεννόηση με το κράτος, ο δικός τους ρόλος έχει περιγραφεί και οριοθετηθεί. Τα ανάλογα ισχύουν και για τους ιδιωτικούς οργανισμούς πιστοποίησης.

δ) Οι έλεγχοι θα πρέπει να είναι στοχευμένοι. Π.χ. για τα προϊόντα που πωλούνται στην αγορά σε υψηλότερη τιμή (ΠΟΠ/ΠΓΕ, βιολογικά κ.λπ.) υπάρχουν μεγαλύτερα κίνητρα απάτης, άρα θα πρέπει ανάλογες να είναι και οι προτεραιότητες των ελεγκτικών μηχανισμών. Ερώτημα αποτελεί κατά πόσο η ένταξη του ΟΠΕΓΕΠ-Agrocert στον ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ προσέφερε σε εξοικονόμηση δαπανών και ενδυνάμωση του έργου που ασκεί.

ε) Ορισμένες ειδικότερες επισημάνσεις:

– Τα ΠΟΠ/ΠΓΕ χρειάζονται προστασία από τις αντιγραφές και παραχαράξεις,

– Για τα βιολογικά, ενώ υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός επιδοτούμενων στρεμμάτων, ωστόσο δεν διατίθενται ανάλογες ποσότητες βιολογικού προϊόντος στην αγορά,

– Μεγάλος αριθμός παραγωγών και στρεμμάτων εντάχθηκε στην Ολοκληρωμένη Διαχείριση σε συνδυασμό με τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα, χωρίς να είναι ορατά σε όλες τις περιπτώσεις τα οφέλη που προέκυψαν.

στ) Γενικότερα, οι ενισχύσεις, όπως το ποιοτικό παρακράτημα και τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα, είναι μεν απαραίτητα για τους δικαιούχους (παραγωγούς και άλλους επαγγελματίες), δημιουργούν όμως και στρεβλώσεις. Η λύση δεν μπορεί παρά να είναι η βελτίωση, η ένταση και η αποτελεσματικότητα των ελέγχων. Διαφορετικά συνεχίζεται το παλιό «ποσοτικό πανωγράψιμο των κιλών» που αντικαθίσταται από το σύγχρονο «ποιοτικό πανωγράψιμο», υπονομεύοντας όμως έτσι το πιο σημαντικό «όπλο» του ελληνικού ελαιολάδου, την ποιότητά του.

ζ) Στην ίδια κατηγορία προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας ανήκουν εκείνα που επικαλούνται ισχυρισμούς υγείας – όπως π.χ. «πλούσιο σε πολυφαινόλες»– σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς (432/2012). Επειδή το ζήτημα έχει σύνθετες παραμέτρους που άπτονται της χημείας τροφίμων, της ιατρικής και φαρμακευτικής,  αλλά και σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, θα πρέπει να διευκρινισθεί πλήρως και να ενημερωθούν οι παραγωγοί, οι ελαιοτριβείς, οι τυποποιητές.

η) Πολλά θα κριθούν από την κατάληξη που θα έχουν οι αντιπαραθέσεις σε διεθνές επίπεδο για ζητήματα όπως οι αλκυλεστέρες και η οργανοληπτική μέθοδος (βλέπε Κεφάλαια 24 και 25). Αν επικρατήσει το μπλοκ συμφερόντων που επιδιώκει την αποδυνάμωση ή ακόμη και κατάργηση του πάνελ τεστ ως υποχρεωτικού κριτηρίου κατάταξης των παρθένων ελαιολάδων, τότε θα αλλάξει ο παγκόσμιος χάρτης εμπορικού ανταγωνισμού. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ναι μεν η χώρα μας ορθά υποστηρίζει την ισχύουσα μέθοδο, όμως αυτή υποσκάπτεται από τον πληθωρισμό ομάδων γευσιγνωσίας καθώς και διαγωνισμών και βραβείων, ιδίως αν οι διαδικασίες και η σύνθεση των κριτών δεν εξασφαλίζουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας.

Χ. Συνεταιρισμοί

Έχοντας εξετάσει την αγροδιατροφική αλυσίδα του ελαιολάδου (Ι έως VII), καθώς και τα θεμέλια της ποιότητάς του (VIII και IX), προχωράμε στις επιχειρήσεις, συνεταιριστικές και ιδιωτικές, που αναλαμβάνουν να διαχειριστούν το προϊόν.
Ο συνεργατισμός αποτελεί μια ιστορική μορφή οργάνωσης από τον 19ο αιώνα (με τους σκαπανείς του Ροτσντέιλ) και δεν αφορά αποκλειστικά τον αγροτικό τομέα.
Στην Ελλάδα, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί γνώρισαν εκρηκτική άνοδο σε αριθμό μελών, παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων τη δεκαετία του ’80 παράλληλα με την ένταξη στην Ε.Ε. (ΕΟΚ) και τις τότε πολιτικές εξελίξεις. Αποδείχθηκε ότι τα θεμέλια δεν ήταν σταθερά και επακολούθησε η περίοδος της υπερχρέωσης, των ρυθμίσεων των χρεών από το Δημόσιο, όπου για τον τομέα του ελαιολάδου η αρχική ρύθμιση (Ν. 2008/1992) αφορούσε 257 δις δρχ., εκ των οποίων τα 26,2 την τριτοβάθμια Ελαιουργική.
Τα τελευταία χρόνια, σταδιακά, απαξιώνονται τα περιουσιακά στοιχεία, τόσο τα υλικά (οι πάγιες επενδύσεις σε υπερσύγχρονα πρότυπα εργοστάσια) όσο και τα άυλα (επιτυχημένες εμπορικές επωνυμίες), απομακρύνεται και το πολυάριθμο προσωπικό, ενώ διαβρώνεται το πολυτιμότερο περιουσιακό τους στοιχείο: η εμπιστοσύνη των μελών τους, γιατί ας μην ξεχνάμε, ότι οι συνεταιρισμοί αποτελούν ενώσεις φυσικών προσώπων και όχι κεφαλαίων. Η πιο ηχηρή περίπτωση υπήρξε η κατάρρευση της τριτοβάθμιας Ελαιουργικής.
Οι αλλεπάλληλες αλλαγές νόμων αποδεικνύεται ότι όχι μόνο δεν βοήθησαν, αλλά μάλλον επέτειναν τα προβλήματα. Το μόνο που θα μπορούσε κανείς να ευχηθεί και να προτείνει είναι:

– Να αφεθούν οι συνεταιρισμοί (οργανώσεις/ομάδες παραγωγών) να συσταθούν και να λειτουργήσουν επιχειρηματικά …

– μέσα σε ένα νόμο-πλαίσιο όσο το δυνατόν πιο απλά διατυπωμένο (και το σύνταγμα της Αγγλίας άγραφο είναι) …

– … με κίνητρα τα οποία κυρίως να σχετίζονται με τις παραγωγικές/εμπορικές τους δραστηριότητες και τη διαχείριση από το νομικό πρόσωπο του προϊόντος των μελών …

– … με το κράτος (ΥΠΑΑΤ) να περιορίζεται στο ρόλο της δίκαιης κατανομής των κινήτρων και ελεγκτή όχι απλώς του λογιστικού αλλά και του ουσιαστικού αποτελέσματος. Επειδή είναι ζωτικής σημασίας η ύπαρξη ακμαίων και οικονομικά δραστήριων συνεταιρισμών και επειδή σήμερα στη χώρα μας οι συνεταιριστικές οργανώσεις ελαιολάδου με πραγματική οντότητα και αυτονομία είναι λιγότερες από ποτέ άλλοτε, θα πρέπει να υποστηριχθούν ώστε να επιβιώσουν και να αποτελέσουν πόλο έλξης και μίμησης για τους νέους αγρότες.

Ας επισημανθεί, ότι το επιτυχημένο μοντέλο της ισπανικής ελαιοκομίας βασίστηκε και βασίζεται στη λειτουργία πανίσχυρων συνεταιρισμών-κοοπερατίβων, ενώ αντιθέτως η υποχώρηση της ιταλικής ελαιοκομίας συνδέεται με εγγενή προβλήματα και αδυναμίες των συνεταιρισμών της (βλ. Κεφάλαιο 36/α και 36/β της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»).

XΙ. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και οι προοπτικές εξαγορών και συγχωνεύσεων

Όπως αναφερθήκαμε και παραπάνω, ο κλάδος ακόμη δεν μπορεί να συνέλθει από την καταιγίδα αθέμιτου ανταγωνισμού που προκάλεσε η επιδότηση της τυποποίησης (ενίσχυση στην κατανάλωση). Μόνο μια λεπτομερής ακτινογραφία, και μάλιστα στη δυναμική διαχρονική της εξέλιξη, θα μπορούσε να δώσει μια σαφή εικόνα. Ωστόσο, ορισμένες εκτιμήσεις μπορούν να διατυπωθούν:

α) Τα τελευταία χρόνια γίνεται κοσμογονία εξαγορών στον ελαιοκομικό χάρτη της Ευρώπης, περιλαμβανομένης και της Τουρκίας (βλ. Κεφάλαιο 36  της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»). Ο άνεμος αυτός σταματά στην Αδριατική (εκ δυσμών) και στο Αιγαίο (εξ ανατολών) και δεν έχει ακόμα πνεύσει στην Ελλάδα για πολλούς λόγους.
– Το γενικότερο οικονομικό/φορολογικό/νομοθετικό/πολιτικό κλίμα που λειτουργεί αποτρεπτικά.
– Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων και ο οικογενειακός τους χαρακτήρας.
– Η μικρή και «ρηχή» εσωτερική αγορά βρίσκεται στις συμπληγάδες μεταξύ 16κιλου τενεκέ και αλυσίδων λιανικής.
– Τα ασήμαντα μερίδια στη διεθνή αγορά.
– Σημειώνουμε και πάλι (βλέπε στο ΙΙΙ.γ. – τρίτο μέρος του άρθρου) ότι το σενάριο για τη δημιουργία 1-2-3 γιγαντιαίων, καθετοποιημένων μονάδων αποτελεί μια σκέψη έξω από κάθε ρεαλιστική και επιθυμητή πολιτική.

β) Οι δύο ποσοτικά τουλάχιστον μεγάλες επιχειρήσεις του τομέα τις τελευταίες δεκαετίες δεν ωφελήθηκαν από την επιδότηση της κατανάλωσης πέραν των νόμιμων ποσοτήτων, δεν έχουν ισχυροποιήσει τη θέση τους, δεν έχουν επωφεληθεί από την αποδυνάμωση των συνεταιρισμών, δεν φαίνεται να αξιοποίησαν τα προγράμματα των ΟΕΦ και προώθησης της κατανάλωσης, δεν έχουν ενισχύσει τις εξαγωγές τους και αναγκαστικά ενδιαφέρονται περισσότερο για άλλα προϊόντα (κωδικούς) με μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Αποτελεί λάθος η μεταξύ τους εξίσωση και ιδίως η παλιά δοξασία για τις «δύο πολυεθνικές». Άλλωστε, ήδη η UNILEVER/ΕΛΑΪΣ ανακοίνωσε ότι θέτει προς πώληση τον κλάδο των ελαιολάδων στην Ελλάδα, όπως επίσης και των μαργαρινών διεθνώς, αποδεχόμενη έτσι, έστω και έμμεσα, την αποτυχία ανάπτυξής τους. Τα τέλη της δεκαετίας 2000 η μητρική είχε πωλήσει όλα τα εργοστάσια και τις επωνυμίες ελαιολάδου στην Ευρώπη και Τουρκία εκτός από την Ελλάδα. Οι εξελίξεις στην Ιταλία δεν επιβεβαιώνουν ότι αυτές οι αλλαγές ιδιοκτησιακού καθεστώτος αποβαίνουν υποχρεωτικά προς όφελος του προϊόντος. Το ελαιόλαδο είναι ένα «δύσκολο» προϊόν που απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν αρκούν πάντοτε τα μεγάλα κεφάλαια ούτε οι τεχνοκράτες μάνατζερ.

γ) Υπάρχει ένας αριθμός λιγότερων από 10 εταιρειών που διεκδικούν πανελλαδική παρουσία στα ελληνικά ράφια, καθώς και σοβαρές εξαγωγικές προοπτικές. Ωστόσο, το μέγεθός τους είναι πολύ μικρό για τα δεδομένα του διεθνούς ανταγωνισμού, ενώ είναι ευάλωτες σε διάφορους εξωγενείς παράγοντες (κυκλικές διακυμάνσεις ποσοτήτων/τιμών, οικονομικό κλίμα κ.λπ.). Στον χώρο αυτό θα μπορούσε κανείς να αναμένει –ίσως θα ήταν και ευκταίες– ιδιοκτησιακές μεταβολές, ακόμη και με την είσοδο ξένων επενδυτών.

δ) Μια ειδική κατηγορία αποτελούν οι κοινοπραξίες ιδιωτικών εταιρειών με Ενώσεις Συνεταιρισμών που αντιμετώπιζαν άλυτα οικονομικά προβλήματα, αλλά εδώ η κάθε περίπτωση έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες.

ε) Προχωρώντας μέχρι τον αριθμό των άνω των 500 εγκεκριμένων από το ΥΠΑΑΤ μονάδων, βρίσκει κανείς επιχειρήσεις όχι μόνο ιδιωτικές αλλά και συνεταιριστικές, ενώ είναι άγνωστο πόσες συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται ή έχουν αποσυρθεί.

Πρόκειται για πολύ μικρές επιχειρήσεις, πολύ πιο ευάλωτες από την προηγούμενη κατηγορία των (ας τις ονομάσουμε) «μεσαίων». Κοινό χαρακτηριστικό τους, επίσης, αποτελεί ο οικογενειακός χαρακτήρας.

XII. Χρηματοδοτική ρευστότητα

Κορυφαίας σημασίας ζήτημα, όχι μόνο για τον τομέα του ελαιολάδου αλλά και συνολικά για την ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και capital controls.
Για τους ελαιοπαραγωγούς οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές, καθώς η παραγωγή (προσφορά) συγκεντρώνεται σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα της συγκομιδής. Τότε οι περισσότεροι θέλουν να πουλήσουν για να καλύψουν και τα αυξημένα τους έξοδα (επιπλέον λόγω Χριστουγέννων), οπότε αναπόφευκτα οι τιμές πιέζονται από όσους αγοραστές (ιδίως τους ξένους) διαθέτουν ρευστότητα σε χρήμα και οι οποίοι «αλωνίζουν» ελεύθεροι στην ελληνική αγορά, επιβάλλοντας τους δικούς τους όρους και επιλέγοντας πρώτοι τις ποιότητες ελαιολάδων που εκείνοι θέλουν.
Για τους τυποποιητές και τους εξαγωγείς τα προβλήματα συνδέονται με τα μεγάλα χρονικά διαστήματα μεταξύ αγορών της πρώτης ύλης και εισπράξεων από τις αλυσίδες λιανικής. Μια άλλη διάσταση αποτελεί η δυσμενής θέση των Ελλήνων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους από άλλες χώρες.
Ειδικά για τον ελαιοκομικό τομέα, είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξουν προτάσεις και λύσεις πέραν από μια συνολική αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, κλασικά «εργαλεία» αποτελούν:

α) Η συμβολαιακή γεωργία,

β) Η χορήγηση μιας αρχικής προκαταβολής στον παραγωγό και η εξόφλησή του (εκκαθάριση) μετά από ένα λογικό χρονικό διάστημα π.χ. 6 μηνών,

γ) Η ισχυροποίηση των συνεταιριστικών/συλλογικών οργανώσεων των παραγωγών,

δ) Η δημιουργία ρυθμιστικού αποθέματος, (αντίστοιχου του ισπανικού Patrimonio), με την προϋπόθεση ότι θα προετοιμαστεί καλά και νομικά ώστε να μη «σκοντάψει» σε διατάξεις περί ανταγωνισμού της Ε.Ε.,

ε) Η μείωση του χρόνου εξόφλησης των τυποποιητών από τις αλυσίδες λιανικής και

στ) Η ενίσχυση των εναλλακτικών δικτύων και των βραχέων αλυσίδων που συνδέουν παραγωγό-καταναλωτή.

XIII. Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ)

Όπως αναφέρθηκε αναλυτικά και εμπεριστατωμένα στο κεφάλαιο 33 η ΚΑΠ, και ειδικότερα η ΚΟΑ ελαιολάδου, αποτέλεσαν μια τεράστια ευκαιρία που περιλάμβανε:

– έναν πακτωλό χρηματοδοτήσεων του Α΄ Πυλώνα άνω των 25 δις € (σε σταθερές τιμές 2009) συν επιπλέον του Β΄,

– ένα πλέγμα ρυθμίσεων για όλη την αγροδιατροφική αλυσίδα, από τον ελαιώνα μέχρι το τελικό προϊόν στο πιάτο του καταναλωτή. Αυτή η ευκαιρία δεν αξιοποιήθηκε και τελικά χάθηκε, αφήνοντας ένα κενό και ένα μεγάλο ερώτημα για το μέλλον. Κομβικά σημεία αποτέλεσαν:

– Η ενίσχυση στην κατανάλωση όχι μόνο για τα 3 δις € που σχετίζονται με ποσότητες που δεν έφτασαν στους καταναλωτές, αλλά, κυρίως, γιατί ο αθέμιτος ανταγωνισμός που εξέθρεψαν διέλυσε την ελληνική βιομηχανία τυποποίησης,

– Παράλληλα, χάθηκε και η ευκαιρία των επιδοτήσεων (επιστροφών) κατά την εξαγωγή, οι οποίες παρέμειναν σε μηδαμινά επίπεδα, καθώς απαιτείτο η σύμπραξη και των τελωνείων τρίτων χωρών εισαγωγής. Το άθροισμα των δύο επιδοτήσεων υπερέβαινε το 1/3 της τιμής παραγωγού και αυτά συνέβησαν σε εποχή που ακόμη η παρουσία του ισπανικού ελαιολάδου στη διεθνή αγορά ήταν ασθενική ποιοτικά και ποσοτικά,

– Τα ποσά που απορροφήθηκαν από την ενίσχυση στην παραγωγή, η οποία έφθασε επίσης σε παράλογα ύψη (άνω των 500 χιλ. τόνων) ήταν πολλαπλάσια σε σύγκριση με την ενίσχυση στην κατανάλωση, όμως τουλάχιστον εδώ διαχύθηκαν σε 700.000 περίπου δικαιούχους,

– Η απόφαση κατά τη μεταρρύθμιση του 2004 για πλήρη αποσύνδεση 100%, απορρίπτοντας τη δυνατότητα του 60%:40%, επέτρεψε τη νομιμοποίηση και διαιώνιση των στρεβλώσεων της ενίσχυσης στην παραγωγή,

– Από την παλιά ΚΟΑ Ελαιολάδου σήμερα έχουν απομείνει δύο «εργαλεία» άσκησης πολιτικής. Το πρώτο είναι τα προγράμματα των ΟΕΦ και το δεύτερο είναι οι χρηματοδοτούμενες εκστρατείες προώθησης της κατανάλωσης.

Σε ό,τι αφορά την προώθηση, οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι κατώτερες των ποσών (58,8 εκ € για τον ελαιοκομικό τομέα την περίοδο 2003-2016, χωρίς να υπολογίζονται τα προγενέστερα εθνικά προγράμματα του ΟΠΕ) που έχουν εισπραχθεί από τα οικεία προγράμματα. Επίσης, και για τους ΟΕΦ (176,8 εκ € την περίοδο 2002-2017) δεν υπάρχει μια αξιολόγηση αυτών των προγραμμάτων.
Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα πώς θα εξελιχθεί η νέα ΚΑΠ μετά το 2020. Ωστόσο, όχι μόνο λογικά μπορεί να αποκλεισθεί η επάνοδος στην εποχή της αφθονίας 1981-2004, αλλά και είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η Ελλάδα θα υποστεί μειώσεις του προϋπολογισμού της, λόγω μεταφοράς πόρων στα νέα κράτη-μέλη των ανατολικών και βαλκανικών χωρών. Συνεπώς, καθίσταται αναγκαία η χρηστή διαχείριση αυτών των προγραμμάτων και όποιων άλλων επιδοτήσεων για την αξιοποίησή τους με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα.

ΧΙV. Έρευνα, καινοτομία, τεχνολογία και εκπαίδευση

Η έρευνα και τεχνολογία επηρεάζουν καθοριστικά:

α) Τον εμπορικό ανταγωνισμό (βλ. παραπάνω ΙΧ) καθώς οι περισσότερες χώρες προσπαθούν να αναδείξουν και να προωθήσουν τα ισχυρά σημεία των δικών τους ελαιολάδων.

β) Την προώθηση του ελαιολάδου ως στοιχείου υγιεινής διατροφής, άρα της διεύρυνσης σε νέους καταναλωτές.

γ) Την ανάπτυξη καινοτομιών σε όλους τους τομείς από την πρωτογενή παραγωγή έως το τελικό προϊόν ενώ ζητούμενο αποτελεί ο συντονισμός των διαφόρων διάσπαρτων κέντρων έρευνας, τεχνολογίας σε μια ενιαία στρατηγική με προτεραιότητες και στόχους. (Βλέπε επίσης Κεφάλαιο 37 της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο).

ΧV. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων – Δημόσια Διοίκηση

Για τη δημόσια διοίκηση «έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης», με έντονη μάλιστα και την ιδεολογική φόρτιση. Ας παρακάμψουμε το ερώτημα για περισσότερο ή λιγότερο κράτος και ας αρκεστούμε στο ζητούμενο του αποτελεσματικού κράτους. Ένα μεγάλο βήμα θα αποτελούσε αν εξ αρχής, όταν αναλαμβάνει τα καθήκοντά της η πολιτική ηγεσία, ποσοτικοποιούνταν οι στόχοι που πρέπει να εκπληρώσει. Αν π.χ. το μερίδιο του επώνυμου ελαιολάδου στη διεθνή αγορά είναι 3%, τότε ας τεθεί στόχος να αυξάνεται έστω κατά 0,25% ετησίως. Αντίστοιχο ποσοτικό κριτήριο αποτελεί η σχέση (αναλογία) χύμα προς το τυποποιημένο. Σε περίπτωση που ο στόχος δεν επιτυγχάνεται, τότε θα πρέπει να αναζητούνται οι ευθύνες που αναλογούν όχι μόνο στα πολιτικά πρόσωπα αλλά και στις αρμόδιες υπηρεσίες, στις (δι)επαγγελματικές οργανώσεις, κ.ο.κ, σε όλη δηλαδή την αλυσίδα ευθύνης και αποφάσεων.
Διευκρινίζοντας τα παραπάνω, ας καταθέσουμε ορισμένες ελάχιστες και στοιχειώδεις προτάσεις:

α) Να επανέλθει σε μια ενιαία υπηρεσία η ελαιοκομία, ώστε να σταματήσει η από 1/1/2015 τριχοτόμηση (Συστήματα καλλιέργειας, Μεταποίηση και ποιοτικός έλεγχος, Προστασία φυτικής παραγωγής) και να αποκατασταθεί η ολοκληρωμένη και καθετοποιημένη ευθύνη από τον ελαιώνα έως το τελικό προϊόν (συμβαδίζοντας και με τους κανόνες ιχνηλασιμότητας).

β) Ίδρυση του ΣΤΕΠ σύμφωνα με το παρακάτω (ΧVΙ. γ).

γ) Ο περιορισμός των περιπτώσεων επικαλύψεων και συναρμοδιοτήτων με άλλες υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ με εποπτευόμενους οργανισμούς καθώς και με άλλα υπουργεία. Προτεραιότητα απαιτείται στον κρίσιμο και ευαίσθητο τομέα του ελέγχου των τροφίμων (ΕΦΕΤ).

δ) Αυτονομία των υπηρεσιών εν σχέσει προς τις ευθύνες και τα καθήκοντά τους.
Να ενισχυθούν οι οριζόντιες σχέσεις μεταξύ υπηρεσιών σε περιπτώσεις που απαιτείται λήψη σχετικών αποφάσεων και δραστηριοτήτων (π.χ. το Τμήμα Ελαίας με το Τμήμα των ΠΟΠ/ΠΓΕ) και να περιοριστούν οι καθετοποιημένες σχέσεις Υπουργός → Γενικός Γραμματέας → Υπηρεσία. Θέσπιση και λειτουργία κανόνων και διαδικασιών λήψης των αποφάσεων.

ε) Το παραπάνω σημείο (δ) θα μείωνε και την πληθώρα των προσωποπαγών αποφάσεων (π.χ. με τις εκδόσεις των ΚΥΑ), που η συσσώρευσή τους δημιουργεί ένα δυσκολοεφάρμοστο καθεστώς σύγχυσης και πολυνομίας.

στ) Περιορισμός του αριθμού και των εξουσιών των συμβούλων του κάθε υπουργού, με αντίστοιχη ενίσχυση της υπηρεσιακής δομής και ιεραρχίας.

ζ) Γενικότερα, επικράτηση της διαφάνειας, της αποκομματικοποίησης, της αξιοκρατίας.

η) Ένα από τα δύσκολα κεφάλαια αποτελούν οι σχέσεις της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου με τις αποκεντρωμένες ΔΑΟΚ στις Περιφέρειες. Η Ελλάδα ακολουθεί ένα «υβριδικό» και δυσλειτουργικό μοντέλο όπου το Υπουργείο των Αθηνών λαμβάνει κατ’ αρχήν τις αποφάσεις οι οποίες πρέπει να υλοποιούνται από τις ΔΑΟΚ που ανήκουν στις Περιφέρειες. Σε χώρες όπως η Ισπανία, οι Αυτόνομες Περιφέρειες έχουν τα δικά τους υπουργεία και προϋπολογισμούς, τα οποία συντονίζονται με τη Μαδρίτη.

θ) Σε ό,τι αφορά τον τομέα της ενημέρωσης ο ελαιοκομικός (αγροτικός) κόσμος δικαιούται να γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν (επιστημονικές εξελίξεις, ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, στατιστικά στοιχεία, αγορές και πολλά άλλα). Ελάχιστα έγγραφα δικαιούνται τον χαρακτηρισμό του «απόρρητου», και τα υπόλοιπα είναι πολύ εύκολο να δίνονται στη δημοσιότητα αξιοποιώντας τη σύγχρονη τεχνολογία.

ι) Υπάρχει μεν μια ομόφωνη θεωρητική αποδοχή της «εξωστρέφειας», όμως στην πράξη η κατάσταση είναι απογοητευτική. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:

– η απόλυτη ελληνική ανυπαρξία στο Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (IOC), στο οποίο για πρώτη φορά δεν διαθέτουμε καμία απολύτως θέση,

– η απώλεια της πολύ σημαντικής θέσης στο τμήμα ελαιολάδου της Κομισιόν, έτσι ώστε η Ισπανία να κατέχει και τις 3 στις 3 θέσεις της υπηρεσίας,

– η ΜΕΑ Βρυξελλών, που καλείται να αναλάβει στρατηγικό ρόλο καθημερινής παρέμβασης στους κοινοτικούς μηχανισμούς,

– ο ενεργητικός ρόλος των ΟΕΥ για την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών,

– μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση αποτελεί το γαλλικό μοντέλο κατά το οποίο έχει συσταθεί ειδική υπηρεσία, στελεχωμένη με όλες τις ειδικότητες, η οποία υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό και η οποία διαχειρίζεται όλες τις διεθνείς σχέσεις για γεωργικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης και της Ε.Ε.,

– η ελληνική ελαιοκομία έχει πολλά κοινά στοιχεία με την ιταλική, γι’ αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν οι δεσμοί των δύο χωρών και να ακολουθήσει μια πολιτική συνεργασίας στην παγκόσμια γεωπολιτική του ελαιολάδου

ια) Τέλος, υπάρχουν δύο ακόμη ζητήματα για προβληματισμό:

– Ο ΟΠΕΚΕΠΕ πρέπει να υπάγεται στο ΥΠΑΑΤ ή στο Υπ. Οικονομικών;

– Πέραν ενός υπουργού, χρειάζεται το ΥΠΑΑΤ να έχει και αναπληρωτή ή/και υφυπουργό;

ΧVI. (Δι) επαγγελματικοί φορείς, οργάνωση του τομέα

Η οργάνωση του τομέα του ελαιολάδου μέσω της καλής λειτουργίας των επαγγελματικών φορέων όλης της παραγωγικής αλυσίδας, αποτελεί τον βασικό πυλώνα για την ανάπτυξή του (βλέπε το ισπανικό παράδειγμα και μάλιστα σε αντιδιαστολή με το ιταλικό). Η κουλτούρα της συλλογικής οργάνωσης δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα αναπτυγμένη στη χώρα μας. Θα πρέπει να βρεθεί ένας συνδυασμός κινήτρων και υποχρεώσεων, όπου ο ρόλος του ΥΠΑΑΤ θα είναι αποφασιστικός.

ΧVI.α. Η διεπαγγελματική οργάνωση (ΕΔΟΕΕ)

Στην οργάνωση του τομέα κανονικά θα έπρεπε να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο η Διεπαγγελματική Οργάνωση. Όμως, η συγκεκριμένη ΕΔΟΕΕ, που ιδρύθηκε το 2002, απέτυχε να εκπληρώσει τον σκοπό της. Βασική της δραστηριότητα αποτέλεσαν τα προγράμματα των ΟΕΦ από τα οποία εισέπραξε περί τα 17 εκ € με αμφιλεγόμενη την αξιοποίησή τους. Ήδη τα περισσότερα μέλη της έχουν πάψει να υπάρχουν ακόμη και ως νομικές οντότητες, ενώ ο τομέας της επιτραπέζιας ελιάς διεκδικεί την αναγνώριση χωριστής διεπαγγελματικής (ως ΔΟΕΠΕΛ). Άρα, λοιπόν, θα πρέπει η διεπαγγελματική ελαιολάδου να «γυρίσει σελίδα» και να επανιδρυθεί με απαραίτητες προϋποθέσεις την αντιπροσωπευτικότητα των μελών της και τη διαφάνεια.

ΧVI.β Η υποχρεωτική εισφορά (tax parafiscal).

Έχει ήδη τεθεί από ορισμένες επαγγελματικές οργανώσεις το αίτημα προς το ΥΠΑΑΤ η καθιέρωση υπέρ της ΕΔΟΕΕ ενός παρακρατήματος (ενός φόρου, tax parafiscal) που θα επιβληθεί στις ποσότητες του ελαιολάδου οι οποίες θα διατίθενται στην αγορά. Σε αυτή τουλάχιστον τη φάση αυτό θα πρέπει ρητά να αποκλεισθεί, γιατί θα αναβίωνε και θα παρέτεινε τις παθογένειες του παρελθόντος. Τόσο οι περισσότερες επαγγελματικές οργανώσεις όσο και η ίδια η ΕΔΟΕΕ στο παρελθόν ωφελήθηκαν με πάρα πολύ μεγάλες οικονομικές ενισχύσεις, οι οποίες αποδείχθηκε – εκ των πραγμάτων – ότι δεν αξιοποιήθηκαν. Άρα θα πρέπει η νέα διεπαγγελματική οργάνωση να περάσει από μια περίοδο «ενάρετης οικονομίας», να αποδείξει πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι ώστε να κερδίσει τη γενική εκτίμηση και τον σεβασμό.

ΧVI.γ. Το Συμβούλιο Τομεακής Ελαϊκής Πολιτικής (ΣΤΕΠ)

Αποτελεί μια σχετικά εύκολα υλοποιήσιμη προτεραιότητα, σαν ένα μεταβατικό στάδιο μέχρι την επανίδρυση της διεπαγγελματικής. Θα πρέπει:
α) να έχει αντιπροσωπευτική συμμετοχή εκπροσώπων από όλες τις διαδοχικές φάσεις της αγροδιατροφικής αλυσίδας του ελαιολάδου,
 
β) να συμμετέχει επίσημα και το ΥΠΑΑΤ,

γ) να προσκαλούνται ad hoc υπεύθυνοι υπηρεσιών, οργανισμών, επιστήμονες κ.ο.κ.,

δ) να συνεδριάζει σε τακτική (μηνιαία) βάση,

ε) να διαθέτει στοιχειώδη δομή (προεδρείο, γραμματεία),
 
στ) να αναγνωριστεί επίσημα ο γνωμοδοτικός του χαρακτήρας.


Διαπιστώσεις, προτεραιότητες, συμπεράσματα

Για μια ολοκληρωμένη ελαϊκή πολιτική

Διαπίστωση 1η: Ο τομέας του ελαιολάδου επί πολλά χρόνια απαξιώνεται. Οι απώλειες είναι άνω των 500 εκ € (βλ παρακάτω). Οι ανταγωνίστριες χώρες προοδεύουν, άρα βρισκόμαστε σε ένα οριακό, κρίσιμο σταυροδρόμι. Τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα αποτελούν:

α) Μόνο το 20-25 % της ελληνικής παραγωγής εμφιαλώνεται και τυποποιείται ώστε να εμπεριέχει μια προστιθέμενη αξία. Οι περίπου κατά μέσο όρο 140 χιλιάδες τόνοι ετησίως που πωλούνται χύμα και όχι επώνυμοι/τυποποιημένοι, στην εσωτερική αγορά και σε Ιταλία/Ισπανία, ισοδυναμούν με απώλεια προστιθέμενης αξίας περί τα 250 – 300 εκ. €, πλέον οι φόροι, ΦΠΑ, οι θέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα «πουλάει τα πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής» και το ελαιόλαδό της αποτελεί «έναν τεράστιο αναξιοποίητο εθνικό πλούτο».

β) Οι τιμές του Έλληνα ελαιοπαραγωγού έχουν φθάσει να είναι μικρότερες ακόμη και από του Τυνήσιου, αν και αντιμετωπίζει υψηλότερο κόστος παραγωγής.

γ) Το μερίδιο του ελληνικού ελαιολάδου στις αγορές των 7 μεγαλύτερων εισαγωγέων-καταναλωτριών χωρών του κόσμου είναι περίπου 3% και διαχρονικά μειώνεται.


Εάν προχωρούσαμε σε μια λογική και αναγκαία ανανέωση και επέκταση του 3,5% των ελαιοφυτειών, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανταγωνίστριες χώρες (πλην ίσως Ιταλίας), τότε θα πρέπει να προσθέσουμε τουλάχιστον 270 εκ €, υπερβαίνοντας δηλαδή τα 500 εκ € σε πρόσθετο εισόδημα και εθνικό πλούτο που σήμερα χάνονται.

Διαπίστωση 2η: Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, ούτε όμως χρειάζεται να «εφεύρουμε τον τροχό». Μπορούμε να ακολουθήσουμε τα παραδείγματα άλλων χωρών. Η Ισπανία αποτελεί το υπόδειγμα:

α) Για την καλή οργάνωση των (δι)επαγγελματικών οργανώσεων του τομέα αλλά και του Yπουργείου Γεωργίας της.

β) Για την ενάρετη διαχείριση των επιδοτήσεων, χρηματοδοτούμενων από την Ε.Ε. προγραμμάτων, τα οποία αξιοποιούνται.

Η Ιταλία αποτελεί το υπόδειγμα για την αξιοποίηση της κουζίνας της, του μάρκετινγκ (βλέπε Κεφάλαιο 36/α και 36/β της «Εγκυκλοπαίδειας Ελαιοκομίας: το ελαιόλαδο»).

Προτείνονται οι εξής προτεραιότητες:
 
Προτεραιότητα 1η: Το πεντόλιτρο του παραγωγού (βλ. ΙΙΙ.β.).

Προτεραιότητα 2η: Η μηχανική συγκομιδή (βλ. Ι.β.) και η ανανέωση του φυτικού κεφαλαίου.

Προτεραιότητα 3η: Η υιοθέτηση αυστηρότερου ποιοτικού προτύπου (βλ. IΧ.β.).

Προτεραιότητα 4η: Δομές και οργάνωση του τομέα με πρώτο βήμα την ίδρυση του Συμβουλίου Τομεακής Ελαιοκομικής Πολιτικής, ΣΤΕΠ, (βλ. ΧVΙ.γ.)

Και ένα κρίσιμο τελευταίο ερώτημα

Μεταξύ των πολύ μικρών νεο/ (και συνήθως αυτο/) δημιούργητων επιχειρήσεων ίσως βρίσκεται η «μαγιά» για τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση του τομέα. Συγχρόνως, όμως, καραδοκούν πλήθος τα εμπόδια και τα ρίσκα. Όπως προαναφέραμε, είναι συνήθως άνθρωποι ηλικιακά νέοι, μορφωμένοι, που έχουν επιλέξει το αγροτικό επιχειρείν με πολύ ενθουσιασμό, προφανώς τέκνα της οικονομικής κρίσης, που θέλουν να αξιοποιήσουν κάποια οικογενειακή περιουσία σε ελαιώνες ή/και σε λίγα κεφάλαια. Μπορούν, και πως, να τα καταφέρουν;
Κάθε απάντηση πρέπει να ξεπεράσει δύο σκοπέλους: της επιπόλαιης ενθάρρυνσης αλλά και της αναίτιας αποθάρρυνσης. Με κάθε λοιπόν επιφύλαξη διατυπώνουμε κάποιες σκέψεις σχετικά με αυτό το νέο επιχειρείν:

α) Όπως περιγράφηκε στις προηγούμενες σελίδες, το γενικότερο κλίμα στη χώρα μας δυσχεραίνει (έως και απαξιώνει) τις υπάρχουσες επιχειρήσεις (ιδιωτικές και συνεταιριστικές). Πόσο μάλλον τις καινούριες. Ωστόσο, θετικές προοπτικές και δυνατότητες υπάρχουν ώστε να βρεθεί ένα μονοπάτι επιτυχίας. Γι’ αυτό χρειάζεται πολύ προσεκτική ανάγνωση ώστε να διακρίνει κανείς πού υπάρχουν οι ευνοϊκές δυνατότητες και πού οι κίνδυνοι.

β) Η στατιστική λέει ότι οι πιθανότητες (άνω του 65% μέσα στα 2-3 πρώτα χρόνια) είναι σε βάρος των νέων μικρών επιχειρηματιών. Συγχρόνως, όμως, αυτές οι επιχειρήσεις έχουν κατακτήσει όλες μαζί ένα σεβαστό μερίδιο χιλιάδων τόνων εξαγωγής τυποποιημένου, ενώ μπορούν και προσφέρουν έστω και λίγα σεντς πάνω από την τιμή της χύμα πρώτης ύλης.

γ) Ήδη υπάρχει μια γενιά πρωτοπόρων που μισοαπέτυχαν στην πρώτη τους δοκιμή, αλλά αυτή η αποτυχία δεν τους εξαφάνισε, γι’ αυτό και συνεχίζουν με τροποποιημένα τα αρχικά τους σχέδια. Η εμπειρία αυτών των ανθρώπων είναι πολύτιμη.

δ) Το ελαιόλαδο είναι ο «υγρός χρυσός», αλλά «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός». Το ελαιόλαδο είναι ένα αρχαίο αγροτικό προϊόν και έχει τις δικές του αξίες και κανόνες.
Δεν είναι κολόνια. Τα marketing, branding, οι εξεζητημένες συσκευασίες, τα ακριβά site, οι διαγωνισμοί με τα εκατοντάδες βραβεία μπορεί να είναι χρήσιμα για την είσοδο στις αγορές, αλλά δεν εγγυώνται ούτε την κερδοφορία ούτε τη βιωσιμότητα της επιχείρησης.

ε) Οι συνεργασίες είναι απαραίτητες και κανείς δεν μπορεί να είναι μόνος του «άνθρωπος ορχήστρα». Όμως στην αγορά υπάρχουν πλήθος καλοθελητές και χρειάζεται έλεγχος για το ιστορικό, τις προθέσεις και τις πραγματικές δυνατότητές τους.

στ) Η πραγματικά υψηλή ποιότητα και η διαφοροποίηση του προϊόντος αποτελούν τις αναγκαίες αν και όχι ικανές συνθήκες επιτυχίας. Με τη σειρά τους προϋποθέτουν γνώσεις και υλικά μέσα, που κοστίζουν σε χρήμα.

ζ) Βασική απόφαση αποτελεί αν η επιχείρηση μπορεί και θέλει την καθετοποίηση:
ελαιώνας → ελαιοτριβείο → τυποποίηση → εξαγωγή. Κάθε επιλογή έχει τα δικά της συν και πλην.

η) Οι επιδοτήσεις και τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα είναι χρήσιμα, αρκεί να
μην τα χρειάζεται κανείς, να μην εξαρτά από αυτά την πορεία και το μέλλον της επιχείρησής του.

θ) Η πολιτεία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τα 5€ από ένα μπουκαλάκι λάδι αξίζουν πολύ περισσότερο από τα 5€ μιας ξαπλώστρας σε παραλία.

ι) Χρειάζεται και η καλή τύχη!



Translate

Back to Top